Πε. Απρ 18th, 2024

Ο Βασίλης Κουτουζής για την περίοδο 1940 – 1944

1940- 1944, ΙΤΑΛΟΙ – ΓΕΡΜΑΝΟΙ, ΚΑΤΟΧΗ

Γράφει ο Βασίλης Παν. Κουτουζής

Ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του Πόρου, και ολόκληρης της Τροιζηνίας είναι τα χρόνια 1940-1944 , η Κατοχή.
Με   την  κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού  πολέμου ,  όταν   ήχησε     η  σειρήνα,    διατάχθηκε στον Πόρο και τη γύρω  περιοχή, τοπική   επιστράτευση,  από της κλάσης  1917  ως  τους απολυθέντες  ως κείνη την ημέρα   από το   στρατό.    Οσοι   επιστρατεύθηκαν,  προωθήθηκαν   στο  μέτωπο.    Και   είναι   γνωστό  το  αποτέλεσμα του  πολέμου  με τους Ιταλούς.Μερικοί   Ποριώτες  έπεσαν   υπέρ Πατρίδας   στο Αλβανικό μέτωπο .  Ηρωες που στήριξαν  το  Μεγάλο  ΟΧΙ.
Αλλοι  πολέμησαν  ηρωϊκά  και επέστρεψαν  σώοι. Αυτούς τους  τίμησε  ο Δήμος  Πόρου.Ηρθαν, όμως, οι Γερμανοί. Στις 28 Απριλίου  1941, έφτασαν  και στον Πόρο   ουλαμοί των «ταγμάτων θανάτου»,  κατέλαβαν  την  περιοχή  και  κατέλυσαν  κάθε τοπική  εξουσία. Παράλληλα   απαγόρευσαν την  κυκλοφορία,  κυρίως μετά τη δύση του   ήλιου, για   πολύ καιρό, και διέταξαν  γενική συσκότιση.  Πριν από αυτά  τα γερμανικά «στούκας» σφυροκόπησαν    κάθε λογής  πλεούμενο με  πρώτο    το  κότερο  » ΟΡΙΖΟΝΗ» που κάηκε  ολόκληρο.

Εγκατέστησαν  το διοικητήριό τους   στο   Προγυμναστήριο, και  φρουραρχείο κοντά στη σημερινή πλατεία  Κορυζή,    σε  δημόσιο   κτίσμα,  που   βρίσκεται  ακόμη  και  σήμερα,  ανάμεσα  στα μαγαζιά    Κουνέλη  και   Λάππα. Φρουραρχείο   είχαν  και   στο  Γαλατά.   Είχαν   επιτάξει   τη   βίλα   Σκουφόπουλου, στη  Μπούγια  , απέναντι από την αποβάθρα-δίπλα στο λιτρίβι του Μάγειρα. Φρουρά   είχαν και στο Μπούρτζι ( Εϊδεκ),   για  να   ελέγχουν τα  πλοία   που έμπαιναν και έβγαιναν.  Ο   Σκουφόπουλος  ήταν  αξιωματικός του   Β.Ν. , διοικητής   του  Προγυμναστηρίου,  είχε  παντρευτεί  την  μεγάλη κόρη  του πλούσιου τραπεζικού Μπουφέτη,  κι είχε πάρει προίκα  τη βίλα. Η άλλη κόρη του Μπουφέτη,  η Ντίνα, ήταν ιδιαιτέρα του πρωθυπουργού του «ΟΧΙ»  Ιωάννη Μεταξά.

Οι Γερμανοί συχνά  έστηναν μπλόκα στη Μπούγια, στην Αγία Αννα του Γαλατά,   στις αποβάθρες    Πόρου – Γαλατά,  από  όπου  ξεκινούσαν οι βάρκες για τη μια ή την άλλη ακτή, και  στο γεφυράκι   του   Πόρου,  και   δε  μας   άφηναν  να  περάσουμε.   Γενικά   είχαν καταλάβει κάθε  στρατηγικό  σημείο, και αμέσως  έκαναν  φρούριο   τον  παλιό  μύλο   στην  κορυφή   της Σφαιρίας.  Υπήρχε   κι άλλος   ένας μύλος, στην απέναντι κορυφή,  κοντά   στους  Αγίους Αναργύρους   αλλά   ήταν  μισογκρεμισμένος  και  δεν  τον χρησιμοποίησαν.

Το  Τεπελένι όπως είναι σήμερα. Κατοχικά δισεκατομμύρια
 
                                                           ΤΟ  ΤΕΠΕΛΕΝΙ         
 
             Αμέσως  ξεκίνησαν  να φτιάξουν   το  φρούριο στην  κορυφή  των  Αδερών, το γνωστό ΤΕΠΕΛΕΝΙ, – ερείπια   του υπάρχουν και σήμερα, και στεγάζουν γιδοπρόβατα-για να έχουν   «παρατήρηση» προς την Υδρα. Για να το χτίσουν χρησιμοποίησαν  όλους  τους  ντόπιους άνδρες, τεχνίτες και  μη.
Ένας   από  αυτούς, ο  Ιωάννης Σ. Κουμπής,  (  πέθανε   30-3-2001  77  χρόνων)  μου είχε  πει:
«  Μας  έβαζαν  και δουλεύαμε 15-20 μέρες ο καθένας, χωρίς λεφτά φυσικά- μας  έδιναν   μόνο ένα πιάτο   φασόλια. Καθένας  έκανε  όποια  δουλειά   ήξερε.   Εγώ  16-17    χρόνων,  τότε,  κουβάλαγα  μαδέρια  και  άλλα υλικά στην πλάτη,  που δεν   μπορούσαν να πάνε  με τα  μουλάρια  που επίσης είχαν επιτάξει. Μας  μάζευαν   στη Μπούγια,  έξω  από τη βίλα,  μας  φόρτωναν   και ξεκινούσαμε   φορτωμένοι στον ανήφορο, μέσα από ένα μονοπάτι, να φτάσουμε στην κορυφή.
Ήταν  πολύ δύσκολη δουλειά, πολύ  κουραστική. Μια μέρα από την κούραση   έπεσα χάμω. Τότε ο Ιταλός επιστάτης, έβγαλε ένα σουγιά και με απείλησε: «Σήκω   και προχώρα γιατί   θα  σε  σφάξω».  Τι να κάνω  σηκώθηκα, έβαλα τα  δυνατά μου και προχώρησα. Έκανα δυο φορές αυτή τη βάρδια,   δηλαδή  καμιά σαρανταριά   ημέρες.
« Όταν  ήρθαν οι Γερμανοί, εγώ δούλευα  στην Ηλεκτρική,  αλλά αμέσως έκλεισε, για να μην έχει ο κόσμος ρεύμα. Επειτα   είχαν   διατάξει   συσκότιση.   Εμάς,   μαζί  με  το  Βαγγέλη το Γερασίμου, μας   πήραν    και δουλεύαμε   στο Προγυμναστήριο, όπου υπήρχε  μια άλλη   «γεννήτρια»  και είχαν ρεύμα  μόνο αυτοί.  Αργότερα   άρχισε πάλι η   Ηλεκτρική».
                         
                        ΤΡΟΜΟΣ     ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ  ΚΑΙ  ΜΕΓΑΛΗ   ΠΕΙΝΑ
 
          Ο   φόβος  ήταν έκδηλος    την περίοδο εκείνη. Και κορυφωνόταν κάθε φορά   που ηχούσε   η  σειρήνα, ή   όταν   ακούγονταν  πυροβολισμοί,   που   πολλές   φορές  οι Γερμανοί  τους  έριχναν  μόνο και μόνο για να  φοβίζουν τον πληθυσμό. Τρόμο   προκαλούσαν και τα «στούκας»    όταν   πετούσαν  πάνω  από  την περιοχή, ιδιαίτερα   όταν  πήγαιναν   μαζικά   για   τη Μάχη  της Κρήτης  στις 20-23   Μαϊου 1941. Σε  κάθε εμφάνισή  τους  κρυβόμαστε   όπου βρίσκαμε.  
       Ξεχωριστό τρόμο   προκαλούσαν   φυσικά οι συλλήψεις. Μια μέρα μάζεψαν στο Προγυμναστήριο   όλους  τους άνδρες.  Από   αυτούς   διάλεξαν   τους   μισούς,  τους έβαλαν σε  καΐκια  και ανεμότρατες   και ξεκίνησαν   για τον Πειραιά. Τελικός   προορισμός  ήταν τα εργοστάσια  της Γερμανίας. Μέχρι τον Πειραιά  έφτασαν λίγοι, που είχαν ξεκινήσει πρώτοι. Όλοι  οι άλλοι,  όταν έφταναν  κοντά  στα  Μέθανα,  πήραν  εντολή  να  γυρίσουν πίσω. Γιατί  η διαταγή   αφορούσε   τον Πόρο της Σούδας-Κρήτης, και όχι  της Τροιζηνίας .
            Βέβαια, για να κάνουν  τις  δουλειές τους, οι  Γερμανοί   έκαναν  συχνά  επιτάξεις  και  μια φορά   συγκέντρωσαν   και γυναίκες. Μεταξύ των γυναικών που  είχαν  επιτάξει  ήταν και η μητέρα του γράφοντος  Παναγιώτα  Κουτουζή  που με την οικογένειά της έμενε  στο Καραπολίτι. Αλλά δεν πήγε σε καμία πρόσκληση. Τότε οι»επιτάσσοντες»  έστειλαν έναν Ιταλό    να την συλλάβει. Αυτός σαν  πήγε στο σπίτι  και είδε πως είχε παιδί  τριών χρόνων, συγκινήθηκε και άρχισε  να της λέει ότι έχει και αυτός παιδιά, «πίκολο  ούνα, πίκολο ντούε»,   και της ζήτησε λάδι  που δεν είχε.   Αυτή του έδωσε, από ότι είχε, και κείνος έφυγε και μετά την άφησαν ήσυχη.
Εκείνο   όμως   που στοίχισε   πολύ στους  κατοίκους του   Πόρου,  ήταν  η έλλειψη    τροφίμων.  Οσοι    ήταν   στην   ύπαιθρο, Λεμονοδάσος, Καραπολίτι,   Καλαυρία,  Γαλατά,   χωριά της Τροιζηνίας   κλπ.  περνούσαν καλύτερα. Είχαν κάποια   πράγματα, λάδι, στάρι  και  άλλα.   Αλλά δεν τα είχαν στο σπίτι   τους,  τα είχαν κρυμμένα σε σπηλιές, και τάπαιρναν   λίγα-λίγα.
Γιατί οι Γερμανοί, ύστερα από πληροφορίες, έκαναν  έρευνα, κι αν  τα εύρισκαν, τα έπαιρναν.
Κάποιες γνωστές οικογένειες από τον Πόρο είχαν πάει στο πατρικό μας σπίτι στο Καραπολίτι  και   σε άλλα δίπλα, έμεναν εκεί και έπιναν τυρόγαλο για να ζήσουν – αφού έκαναν  το γάλα τυρί. Οι ντόπιοι  τους βοηθούσαν  με ότι είχαν.
Τότε   δεν κυκλοφορούσαν χρήματα. Αγόραζες   είδος με είδος: Εδινες λάδι, έπαιρνες  στάρι.  Την περίοδο   αυτή   έδρασαν  πολύ οι «μαυραγορίτες»,  που  πήγαιναν στις περιοχές  αυτές  με  ρούχα, πιάτα, η άλλα φαγώσιμα  και έπαιρναν  διάφορα  είδη, όπως  λάδι, στάρι,   σε πολύ μεγάλες ποσότητες, σε  σχέση με αυτά   που  έδιναν. Αυτά, ύστερα τα πουλούσαν  κρυφά, σε όσους είχαν   χρήματα, ή χρυσαφικά, αλλά πάλι, πολύ ακριβά.  Ακόμα   και  σπίτια  έχασαν μερικοί  για  να επιζήσουν. Προ αυτής της κατάστασης,    πολλοί   κάτοικοι του Πόρου, πήγαν να ζήσουν  στην  ύπαιθρο , σε χωριά, κοντά  σε συγγενείς τους , ή φίλους  τους. Ακόμα  και  από  την  Αθήνα  και  τον Πειραιά, είχαν έρθει.  Άλλοι,  πάλι, από  τον  Πόρο  πήγαιναν  στην   ύπαιθρο , και μάζευαν χαρούπια, λεμόνια, λαχανίδες, και   χόρτα  για να  φάνε.  Αλλά σε  όσους έλειπε το  λάδι,  αυτοί  πρήζονταν και  πέθαιναν. Και  πέθαναν   αρκετοί    από   την   πείνα   μέσα   στον  Πόρο .   Oι Γερμανοί δήθεν για να βοηθήσουν,  έδιναν με δελτίο ένα πιάτο φασόλια  για κάθε οικογένεια.
            Ο καφές έλειπε, και πολλοί τον έφτιαχναν  από ρεβίθια, η κουκούτσια  χαρουπιών, αφού  τα καβούρντιζαν. Για  τσιγάρα,  ούτε   λόγος.    Ένα  τσιγάρο είχε    ένα  εκατομμύριο κατοχικών δραχμών και αν τόβρισκες, κι  αν είχες να το πάρεις.  Πολλοί καπνιστές  είχαν  βρει   σπόρο καπνού, κι είχαν   φυτέψει  κρυφά  καπνό – απαγορευόταν βλέπεις,   η  καλλιέργεια καπνού – και  σιγά , σιγά, κάλυπταν τις  ανάγκες τους. Τότε  το μυαλό  έπρεπε να δουλεύει για να επιζήσεις. Ετσι  όσοι   είχαν  κατσίκες , μάζευαν   το γάλα, έφτιαχναν  τυρί, κι έπιναν  το τυρόγαλο, το ζουμί που απέμενε, για γάλα.
              Υπήρχαν  βέβαια  και τα παράδοξα: πολλοί   που είχαν   πρόβατα, κατσίκες, κότες, είχαν  αρκετό  κρέας,   αλλά  δεν είχαν ψωμί, και το έτρωγαν σκέτο.   Πολλοί  έφτιαχναν  αλεύρι  και  ψωμί  από  τριμμένα  φασόλια, κουκιά, βελανίδια κ.ά.  Αλλά  αυτό ήταν   υπεραρκετό  για την περίοδο  εκείνη.
                Τους   κατοίκους  της πόλης του Πόρου, πολύ  βοήθησε,  κατά την Κατοχή,  το Μοναστήρι του   νησιού. Οι     καλόγηροι   άνοιξαν   τα  κελάρια   της  Μονής   και  μοίραζαν    κρυφά     στους πεινασμένους   λάδι και στάρι. Αλλά όταν  τόμαθαν  οι Γερμανοί,    συνέλαβαν τον ηγούμενο και τον ετοίμαζαν για   εκτέλεση. Όμως  με την επέμβαση κάποιων ντόπιων και αφού το ξανασκέφτηκαν – για να δείξουν καλό πρόσωπο – τον άφησαν ελεύθερο.
           Παρακολουθούσαν  όμως στενά  τη δραστηριότητα  των καλόγηρων  και τους απαγόρευαν  κάθε  βοήθεια προς τον πεινασμένο λαό.
          Όταν    εμφανίστηκαν στην περιοχή       άγγλοι    κομάντος   οι   γερμανοί  έκαναν   περιπολίες, στην  ύπαιθρο, και έκαναν  συχνά  έλέγχους   γύρω από το  τι κάνει  ο καθένας.  Κι  αν   δεν  υπάκουες σούριχναν  στο ψαχνό.
Αυτό συνέβη    και   στον   πατέρα  του  γράφοντος  Παναγιώτη Κουτουζή, τον Απρίλιο  του 43. Μια ακταιωρός  με οπλισμένους Γερμανούς, είχε   δέσει  σε  ακτή  της περιοχής Καραπολίτι.   Εκείνος  ήταν  σε  κάποιο   χτήμα του. Οι Γερμανοί  τον  είδαν  από   χίλια μέτρα, και του φώναξαν να πάει κοντά.   Αυτός  φρόντισε να τους αποφύγει, αλλά εκείνοι τον πυροβόλησαν. Ευτυχώς ήταν μακριά  και δεν τον πέτυχαν.
      Οι κομάντος κρύβονταν στο Λεμονοδάσος και στο Φουρκαρί από την οικογένεια Αρ. Σαμπάνη. Όταν δε το  ανακάλυψαν οι Γερμανοί, η οικογένεια κρύφτηκε  στα βουνά.

Από τις μάχες   στο Αλβανικό μέτωπο.          Εμψυχωτικές  αφίσες- γελοιογραφίες του 1940      που κυκλοφορούσαν και στην Τροιζηνία
Πολλοί από τους Γερμανούς   αξιωματικούς που   πέρασαν από τον  Πόρο, φρόντισαν   να  γεμίσουν το πορτοφόλι τους. Εκλεβαν   ότι μπορούσαν  και τα πούλαγαν στους μαυραγορίτες.
           Ο  Ιωάννης   Κουμπής   θυμόταν  (2001) σχετικά:
 «   Δούλευα  στο Προγυμναστήριο   όταν ένας Γερμανός αξιωματικός   με  διάταξε  να  του  βγάλω έξω  από  το στρατόπεδο, κάτι   μπρούτζα   που  είχε  πάρει  από  την  υδροφόρα. Θα  τα πήγαινα  σε  κάποιον  που  τα   αγόραζε. Εκείνος  θα  πήγαινε μετά να πάρει τα χρήματα .Μη  μπορώντας να κάνω αλλιώς  έτσι  και  έκανα. Όμως , όταν διαπιστώθηκε   ότι  λείπουν  τα  μπρούτζα,     άλλοι  Γερμανοί  πήγαν  στον  έμπορο  και   τον    ρώτησαν  αν  του   πήγε   κανείς τέτοια είδη.  Αυτός φοβήθηκε ,  είπε   το       όνομά μου     και    με   έπιασαν.   Εγώ  τους   είπα  όσα  είχαν συμβεί, και κείνοι με ρώτησαν  αν  θα    μπορούσα  να    αναγνωρίσω   το   Γερμανό που μου  τάδωσε.  Εγώ   είπα  «ναι»,   και τότε    έβαλαν τους  αξιωματικούς  στη  σειρά, κι εγώ τους είπα ποιος   ήταν. Αυτός βέβαια   μπορούσε να  το  αρνηθεί  αλλά δεν το έκανε   γιατί θα με εκτελούσαν. Ετσι με αφήσανε. Είχα ακούσει τότε ότι κανα   δυο  τους είχαν εκτελέσει στην πλατεία  του Προγυμναστηρίου».
              Υπάρχουν  κι άλλες  περιπτώσεις, κατά τις οποίες Γερμανοί,  έκλεβαν  πετρέλαιο  και το πούλαγαν στις μηχανότρατες, καθώς  και  διάφορα  άλλα είδη,  αλλά δεν  καταγγέλλονται    επώνυμα.    Και  υποθέτω  πολλά  ακόμη που δεν έχουν φθάσει ως εμάς, και που πρέπει να φθάσουν , για να υπάρξει  πλήρης εικόνα της Κατοχής  στον  Πόρο.
              Τότε που η ζωή είχε, παραλύσει, οι δραστηριότητες  είχαν μειωθεί, τα  σχολεία ήταν κλειστά και το μέλλον  άγνωστο και αβέβαιο.
·          Κατά  τη διάρκεια  του 40   και   της Κατοχής, πολλοί  Τροιζήνιοι  έπεσαν για την Πατρίδα, άλλοι  εκτελέστηκαν- τα ονόματά  τους  είναι  γραμμένα  με χρυσά γράμματα   στα   ηρώα  Πόρου- Γαλατά  κλπ –  κι    άλλοι   αφού   πολέμησαν,   έζησαν    για   να  θυμούνται  τα γεγονότα  ως  τα  βαθιά τους  γηρατιά, και  να  τα αφηγούνται.  Γεγονός πάντως είναι  ότι  η  περίοδος της Κατοχής, πρέπει να   αποτελέσει   ένα ξεχωριστό  βιβλίο, και μάλιστα σύντομα, για να καταθέσουν  όσο το δυνατόν  πιο παλιοί  τις μαρτυρίες τους.

Στις 11-1-44 κατά το βομβαρδισμό του Πειραιά  από τους  συμμάχους(!) σκοτώθηκε ο Ποριώτης κουρέας Δημήτριος Σπ. Κουμπής, στο κουρείο του στην Ακτή Μιαούλη.

Γαλατιώτες που έπεσαν την περίοδο 1940-1949: Μμνημείο Γαλατά:

Ιωάννης Π. Αργυρίου
Ιωάννης Π. Ιωάννου
Ευάγγελος Γ.Καϊκας
Αργύριος Π. Μητάκος
Δημήτριος Π. Μητάκος
Δημήτριος Π. Μπιστίνας
Αριστείδης Δ. Πολλάλης

Κατά την Κατοχή,το 1942, πιο πάνω  από το χωριό Σκαπέτι, στη θέση Σορός, κοντά στο κάστρο της Χώριζας, στο τελευταίο άκρο  των Αδερών, έπεσε ένα  γερμανικό  αεροπλάνο. Το οποίο σιγά-σιγά κομμάτιασε ο Παναγιώτης Μέλλος, ο αποκαλούμενος «καλόγηρος»  και το  πούλησε  σαν παλιοσίδερα.

Όπως  αφηγήθηκε   στις   25 Απριλίου 1997  ο   76χρονος  Νίκος  Γεωργόπουλος ανθυπασπιστής εν αποστρατεία, ένας από τους μαχητές στους οποίους στηρίχθηκαν η Eλλάδα και η αντίσταση ενάντια στα στρατεύματα των Γερμανών φασιστών , τον Οκτώβριο του 1943   πήγε  με το ναρκαλιευτικό  «ΚΑΣΟΣ»   στην  περιοχή του Πόρου. Ηταν πυράρχης και οπλονόμος,  και  κάνανε  ναρκαλιεία. Mαζέψανε 44 νάρκες. Tότε βυθίστηκαν πέντε εγγλέζικα πλοία.  Κοντά στις Λεούσες Αίγινας  έπεσε  και το «ΚΑΣΟΣ» σε νάρκη και βούλιαξε.
       Ο Nίκος Γεωργόπουλος  ήταν  αρχικά  πλήρωμα στο «Eλλη» όταν αυτό τορπιλίστηκε έξω από την Tήνο. Eζησε για να δει και τη συνέχεια. Mετατέθηκε στο «Bασίλισσα Ολγα». Eξι μήνες μετά το είδε και αυτό να βυθίζεται έξω από τη Λέρο. Μετά τοποθετήθηκε στο «Kάσος», που κι αυτό, όπως είπαμε,  βυθίστηκε  στο Σαρωνικό.  
 
               Πραξικοπηματική  αναχώρηση   του   «ΑΒΕΡΩΦ» – «Αποστολή  11»
 
                    Η     ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ     –  Ο ΙΕΡΟΣ   ΛΟΧΟΣ
 
           Τέλη  του  Σεπτέμβρη 1944, οι Γερμανοί   έχαναν, πια, ολοκληρωτικά    το   παιχνίδι.   Τότε   Αγγλοι   «κομάντος»   έφυγαν από τον Πόρο, και   αποβιβάστηκαν  στην  Αγία Μαρίνα της Αίγινας. Αφού συνέλεξαν πληροφορίες,   ξαναγύρισαν    για    να   κόψουν τις   τηλεφωνικές   γραμμές.   Αλλά   πριν   το   κάνουν,  ένας γερμανομαθείς άγγλος, «μπήκε» στις τηλεφωνικές  γραμμές των Γερμανών  και τους μπέρδεψε, με ψεύτικες διαταγές,   με   αποτέλεσμα   να   φύγουν  γρηγορότερα   από το  νησί.  Φεύγοντας,  βομβάρδισαν  από  πλοίο και  κατάστρεψαν  το   φρούριο Τεπελένι  που  εκείνοι  είχαν  χτίσει.
·          Ετσι, όταν την  1η  Οκτωβρίου 1944,  αποβιβάστηκε   στον  Πόρο    «ο Ιερός Λόχος»- είχε φθάσει    με   τα  Ελληνικά  πλοία   από  τη  Μέση Ανατολή – δεν  βρήκε   ίχνος Γερμανού  στο νησί.  Τα πλοία μας,  προσορμίστηκαν  στο   θαλάσσιο     χώρο   μπροστά  από   το  Μοναστήρι,     αφού   δεν μπορούσαν να πάνε στον  Πειραιά,   επειδή   ήταν ναρκοθετημένος.   Τα  θυμάμαι    σαν    σε   όνειρο.   Ακόμη    τις οβίδες   που     έριχναν   οι   Γερμανοί    από   το  πυροβολείο   τους      στην    Αίγινα-  την κρατούσαν  ακόμη.    Αλλά   επειδή  ήταν  το  βουνό   του Μοναστηριού   μπροστά οι οβίδες   έπεφταν   στη θάλασσα.  Πολλές  είχαν πέσει  και στο  Καραπολίτι,  όπου   μέναμε  όλη την Κατοχή, και  τις παίρναμε και παίζαμε.  Τα  πλοία  μας   παρέμειναν  εκεί, μέχρι  που καθαρίστηκε    ο Πειραιάς από τις νάρκες.  Κάποια  πλοία  που  τόλμησαν  να βγουν προς  την Αίγινα  έπεσαν σε νάρκες  και  βυθίστηκαν ή έπαθαν σοβαρές  ζημιές. Αυτά τα τελευταία τα έδεσαν  κοντά την Πλάκα του Πόρου και τα επισκεύασαν.
 

                    Ο Δρακούλης  Βασιλαράκος
 
        Σχετικά με την άφιξη των Ιερολοχιτών  στον Πόρο, ο τότε ταγματάρχης Δρακούλης  Βασιλαράκος   γράφει στις σημειώσεις του:
       «….. Στις   30    Σεπτεμβρίου   ξεκινήσαμε  από  τα  Κύθηρα – ενδιάμεσο    σταθμό- για τον   Πόρο. Το  πρωϊ της 1-10-44, ημέρα Κυριακή, αντί  να συναντήσουμε Γερμανούς  στον Πόρο, είδαμε  μετά  χαράς, τον   κόσμο να κατακλύζει   την παραλία  για να μας υποδεχθεί.   
          Οι   προεστοί   στεφάνωσαν  το   διοικητή μας, αντισυνταγματάρχη   πεζικού, Φώτιο Μεσσηνόπουλο  με  στέφανο δάφνης!  Υστερα   διαπεραιωθήκαμε  στην απέναντι ακτή του Γαλατά, όπου  εγκατασταθήκαμε  αμυντικώς. Τα   αντιτορπιλικά    έφυγαν.   Οι  Γερμανοί  κατείχαν  ακόμη   την   Αίγινα  – με  τα   πυροβόλα  των έριχναν  βλήματα που έπεφταν στη θάλασσα.    Στις  2 τα   ξημερώματα  της 14-10-44,   ημέρα  Σάββατο,  επιβιβασθήκαμε  σε ιστιοφόρα, και επλεύσαμε προς τον    Πειραιά……….Μακράν  εις τον ορίζοντα  φάνηκεν η Ακρόπολις, ο Παρθενών. Χαρά  και συγκίνηση! Το όνειρο έγινε πραγματικότης!».
 
      Το πολεμικό ΑΔΡΙΑΣ σε πίνακα του Αντώνη Κανά.
  Στον Πόρο  είχε καταπλεύσει  και ο ΑΔΡΙΑΣ  με την κομμένη από την έκρηξη νάρκης πλώρη του, αρματαγωγά, και αρκετά Αγγλικά ναρκαλιευτικά και αντιτορπιλικά.
 
     Λίγες μέρες  μετά, στις 16-10-44  κατέπλευσε  στον Πόρο  και το  θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ»  στο  οποίο  επέβαινε η Κυβέρνηση  Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου. Στις 17-10-44  ανεχώρησε  για τον Πειραιά, όπου έφθασε   την επομένη, 18-10.
v       Ο Πόρος, σ ‘όλες  τις κρίσιμες στιγμές του ΄Εθνους ,  ήταν  πάντα στο επίκεντρο των εξελίξεων.
***   Στις 15 Οκτώβρη 1944, με την απελευθέρωση,  σαν έφτασε ο «ΑΒΕΡΩΦ» στον  Πόρο, οι ναύτες βγήκαν στο νησί. Μαζί τους βγήκε  και ο Ποριώτης Γιώργος Καπερώνης, ντυμένος  με στολή υπαξιωματικού. Ελειπε   δυο-τρία χρόνια από το νησί, κι όπως ήταν με γένια, ρώτησε τους περίεργους που είχαν τρέξει  στην παραλία:
— Που σπίτι Καπερώνη;,  χρησιμοποιώντας ξενική  προφορά.
Αλλά  οι ντόπιοι τον γνώρισαν  και  τον άρχισαν στις σφαλιάρες. Η φράση όμως,   «Που σπίτι Καπερώνη;» παρέμεινε  να λέγεται στον Πόρο   για χρόνια.
 
18/10/1944  Επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης στην Ελλάδα: Υποδοχή του Πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου και του Αντιστράτηγου Ρόναλντ Μ. Σκόμπι στο Κερατσίνι  mam.avarchive.gr
 
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ   ΓΙΑ  ΤΗΝ   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ  ΤΟΥ   ΣΤΟΛΟΥ   ΣΤΟΝ  ΠΟΡΟ
 
                   ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ  ΠΟΥ  ΕΠΕΣΑΝ  ΣΤΟΝ   ΠΟΡΟ
 
                       
                            Αποκλειστική  φωτογραφία  που μας παραχώρησε ο αυτοδύτης ερευνητής Γιώργος Καρέλας.
 
Αυτοδύτες  έχουν εντοπίσει από χρόνια  στο  βυθό  του κόλπου του Μοναστηριού του Πόρου,ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο του Β. Παγκοσμίου Πολέμου, τύπου  Savoia Marchetti 79 Sparviero, το οποίο έχουν φωτογραφίσει και κινηματογραφήσει.
     Όμως είναι άγνωστο  πότε  και πως κατέπεσε. Μπορεί να κατέπεσε από βλάβη ενώ επιχειρούσε στην περιοχή, πιθανότατα  κατά τις ημέρες της Μάχης της Κρήτης-20=23/5/1941.     
      Επίσης πιθανολογείται ότι μπορεί να έπεσε σε άλλο σημείο  και να το έφεραν  εκεί τα δίχτυα των ανεμοτρατών.
      Τα ιταλικά αεροπλάνα  όπως γράφει στις αφηγήσεις του ο ναύαρχος  Γρηγόριος Μεζεβίρης στις αρχές του Πολέμου  40-41  εφορμούσαν από τα Δωδεκάνησα.
      Όταν όμως  ξεκίνησε η επίθεση κατά της Κρήτης, 20-23 Μαϊου  1941 και ζητήθηκαν ενισχύσεις από την Ιταλία, ακολουθήθηκε η γραμμή  Αθήνα –  Ζούρβα Υδρας – Κρήτη.
      Υπάρχουν σήμερα πολλοί  που τα θυμούνται – όπως οι Γιάννης Αν. Σαμπάνης, Δημ. Γκ. Μάγειρας  κ.α –  να περνούν  κατά  μεγάλα σμήνη, γερμανικά στούκας  και ιταλικά βομβαρδιστικά,  με κατεύθυνση την Κρήτη.
     « Τα πολλά περάσανε ένα πρωϊνό, μας λέει ο  κ. Γιάννης Αν. Σαμπάνης  . Είχανε μαυρίσει  τον ουρανό. Απ αυτά μπορεί  κάποιο νάπεσε. Μπορεί και νύχτα και να μην το πήρε χαμπάρι κανείς».
 
    Ο  γνωστός Ποριώτης κ. Κυριάκος Κωστελένος, μας αφηγείται σχετικά,19-11-09:
    « Τον Οκτώβρη του 1944  ήμουνα 14 χρονών. Τότε , από την 1η του  μήνα αυτού, άρχισε  να έρχεται    στον όρμο του Μοναστηριού όλος ο Ελληνικός στόλος μαζί με πολλά αγγλικά πλοία. Μ αυτά ήρθε και ο ιερός λόχος  που έκανε παρέλαση στον Πόρο.
    » Οι  Γερμανοί  κρατούσαν  ακόμη τον Τούρλο της Αίγινας, κι από κει έριχναν οβίδες, που έπεφταν στο λιμάνι του Πόρου. Παράλληλα  έκαναν επιδρομές με αεροπλάνα και έβαλαν κατά των πλοίων. Τα πλοία  έριχναν στα αεροπλάνα, και κατάφεραν κείνη την ημέρα, κατά το σούρουπο, να ρίξουν ένα γερμανικό  αεροπλάνο,  ένα  διθέσιο καταδιωκτικό «μέσερσμιτ», που έπεσε κοντά  στον κάβο του Μοναστηριού, στη θάλασσα.
    » Ακόμα  θυμάμαι  ένα μεγάλο ιταλικό αεροπλάνο, που είχαν φέρει στο Ασκέλι, πολύ πιο πριν, αλλά δεν ξέρω τι απέγινε. Ισως το πήρε η θάλασσα. Αυτό ήταν υδροπλάνο, είχε πλωτήρες.
    » Στην περιοχή μας έχουν πέσει άλλα δύο αεροπλάνα. Ενα στο Σωρό πάνω από το Σκαπέτι, και ένα στο κτήμα μας στην Κοκκινιά. Αυτό το τελευταίο το φύλαγαν χωροφύλακες, ώσπου το διέλυσαν και το πήραν οι Γερμανοί».
     ****  Κατά την Κατοχή, το 1942,  πιο πάνω  από το χωριό Σκαπέτι, στη θέση Σορός, κοντά στο κάστρο της Χώριζας, στο τελευταίο άκρο  των Αδερών, έπεσε ένα   γερμανικό  αεροπλάνο. Το οποίο σιγά-σιγά κομμάτιασε ένας ντόπιος, ο αποκαλούμενος «καλόγηρος»  και το  πούλησε  σαν παλιοσίδερα. /14-8-11/ 
 
       Ο  ΤΖΙΟΒΑΝΙ
 
       Μας το αφηγήθηκε  9/2/06  ο  Δρύοπας κ. ΚΜ 75 χρονών:
 
       Το 1943  είχε μαθευτεί  ότι οι αντάρτες θα  πήγαιναν  στη Δρυόπη  να σκοτώσουν  όλους τους κατοίκους γιατί ήταν  αντίθετοί  τους. Ετσι έφυγαν  και πήγαν στο Προγυμναστήριο  του Πόρου για να προφυλαχτούν. Εκεί  βρήκαν  και τον Ιταλό  αξιωματικό Τζιοβάνι  με 40 άνδρες που είχε πάει να παραδώσει τα όπλα, αφού οι Ιταλοί  είχαν   σταματήσει τη συμμαχία   με τους Γερμανούς.
      Όμως δεν φορούσε τη στρατιωτική του  στολή, αλλά  ένα πολιτικό παντελόνι  και ένα σακάκι.
    Τότε  οι Δρύοπες τον ρώτησαν:
– Ρε Τζιοβάνι πως είσαι  έτσι ντυμένος, που είναι η στολή σου;
   Και κείνος απάντησε:
– Κάποτε ήμουνα αξιωματικός, τώρα  δεν είμαι τίποτα.
 
      ΓΙΑΤΙ  ΠΟΛΕΜΗΣΑΜΕ  ΤΟ 1940;;;
 
     Μας τηλεφώνησε  από το Γαλατά,  γεμάτος ….ήρεμο…θυμό   ο κυρ Γιάννης Σ !!!!
       «Τι κουραφέξαλα είναι αυτά  που άκουσα   από διάφορους πολιτειακούς ταγούς,, ότι  τάχα  το 40  πολεμήσαμε  για τη Δημοκρατία…. Ποια δημοκρατία;  Φασισμό είχαμε και μεις, αλλά πολεμήσαμε το φασισμό.
       Πολεμήσαμε  για Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια. Πολεμήσαμε για την ελευθερία!
       Ημουνα δώδεκα χρονών, και θυμάμαι, ότι στο  μοναδικό τηλέφωνο  του Γαλατά, που ήταν στο  μπακάλικο  του Τάσου Μάγειρα, δίπλα στο λιτρίβι του Βεσσαλά, βρέθηκε ο νωματάρχης που πήρε την εντολή  για επιστράτευση. Εμείς παιδόπουλα, μαζευτήκαμε γύρω – γύρω όταν καταλάβαμε ότι κάτι τρέχει, και παρακολουθούσαμε με περιέργεια. Κι είδαμε όσους ξεκινούσαν για τον πόλεμο να φεύγουν γεμάτοι  ενθουσιασμό για τ Ανάπλι, τραγουδώντας, γιατί ήξεραν ότι θα νικήσουν, ότι πρέπει να νικήσουν για να προστατέψουν  το Εθνος  και τα ίδια τα σπίτια τους……..» (29-10-09)

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΤΟ   ΘΑΥΜΑ  ΤΟΥ   ΑΗ ΓΙΩΡΓΙΟΥ          
 
    Μια αληθινή ιστορία της Κατοχής,   ένα «θαύμα» θάλεγε κανείς,   μας αφηγήθηκε,  18-4-07,  όπως τόζησε,   ο κ.  Κώστας Π. Ταγκαλάκης, που  κατάγεται από τον Πόρο – η μητέρα του ήταν το γένος Καραμάνου.
 
     «Ήταν ανήμερα του Αγίου Γεωργίου του 1941. Οι Γερμανοί είχαν μπει στη χώρα μας αλλά εμείς, εκεί κάτω στο Κρυονέρι (κοντά στο Βίδι) του Γαλατά δεν είχαμε νοιώσει ακόμα τι πάει να πει «κατοχή». Εμείς βρισκόμαστε στο δικό μας παράδεισο!!!
     Ήταν ένα ήσυχο ανοιξιάτικο απόγευμα, τότε που η συντροφιά μας είχε πιάσει τις κατάλληλες θέσεις για το απογευματινό «καρτέρι» στα ανοιξιάτικα τρυγόνια, κάτω από μια συστάδα πελώριες λεύκες, δίπλα στη θάλασσα, στο κτήμα μας, δίπλα στη σημερινό  ΣΤΕΛΛΑ ΜΑΡΙΣ.
     Τη συντροφιά των κυνηγών αποτελούσαν ο πατέρας μου κυρ-Πέτρος με τον κουνιάδο του τον Κυρ-Χρήοτο και μαζί τους είχαν για «μαζέτες» τον παιδικό μου φίλο το Νίκο, γιο του Μπαρμπα-Γιάννη που ήταν ο φύλακας του κτήματος και εμένα, μόνο έξι ημέρες πριν κλείσω τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής μου, εκκολαπτόμενοι «κυνηγοί» και οι δύο μας.
      Εκεί που περιμέναμε να φανούν τα τρυγόνια, ξαφνικά ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα και εμφανίστηκε στον ουρανό ένα σμήνος από Γερμανικά βομβαρδιστικά «καθέτου εφορμήσεως» -τα γνωστά «Στούκας» – που άρχισαν να βομβαρδίζουν ένα φορτηγό καράβι που βρισκόταν αραγμένο ακριβώς απέναντι, σε έναν κόλπο κοντά στην παραλία-εκεί που βρίσκονται σήμερα οι εγκαταστάσεις της ιχθυοκαλλιέργειας  στο Μπογάζι.
     Από το φόβο μας αμέσως ξεχάσαμε το τρυγόνια και τρέξαμε να κρυφτούμε μέσα στα αποστραγγιστικά χαντάκια για να γλιτώσουμε από ένα πιθανό χτύπημα. Τα «Στούκας» βουτούσαν, κτυπούσαν το καράβι, κάνανε στροφή επάνω από τα κεφάλια μας και πάλι βουτιά και βόμβες. Αυτό κράτησε για λίγη ώρα (σε εμάς φάνηκε …. αιώνας) μέχρι την ώρα που ένας μαύρος καπνός υψώθηκε από το καράβι. Τότε οι Γερμανοί, βέβαιοι ότι πέτυχαν το στόχο τους, έφυγαν ξαφνικά όπως είχαν έλθει.
     Πέρασε λίγη ώρα και ο καπνός καταλάγιασε και τότε με μεγάλη έκπληξη είδαμε ότι το καράβι δεν  είχε βουλιάξει και παρέμενε αραγμένο και…..ανέπαφο.
      Τι είχε συμβεί; Όπως μάθαμε αργότερα, το καράβι ήταν φορτωμένο με κάρβουνο και μία βόμβα που έπεσε στο ανοιχτό αμπάρι, μέσα στο κάρβουνο, σήκωσε την καρβουνόσκονη μέχρι τον ουρανό έτσι που έμοιαζε με καπνό από φωτιά. Αυτό ήταν που ξεγέλασε τους Γερμανούς που τα μάζεψαν και έφυγαν ευχαριστημένοι ότι έγινε η δουλειά τους!!!
       Έτσι το καράβι γλίτωσε.
      Αλλά πως ήταν δυνατόν να πάθει κάτι αυτό το καράβι την ημέρα εκείνη, αφού ήταν ανήμερα  του Αγίου Γεωργίου και το όνομα του καραβιού:……«Άγιος Γεώργιος» !!!
      Ήταν άραγε σύμπτωση;; Άντε τώρα να μην πιστέψεις ότι ο Άγιος έκανε πάλι το θαύμα του!
       Την άλλη μέρα το πρωί όταν ξυπνήσαμε το καράβι είχε σηκώσει άγκυρα και είχε φύγει για τον προορισμό του.
       Όπως μάθαμε αργότερα, εκεί δεν έφτασε ποτέ. Οι Γερμανοί το ανακάλυψαν στη διαδρομή και τούτη τη φορά δεν γλίτωσε. Βλέπεις δεν ήταν πια η γιορτή του!!!»

1940- 1944, ΙΤΑΛΟΙ – ΓΕΡΜΑΝΟΙ, ΚΑΤΟΧΗ

Γράφει ο Βασίλης Παν. Κουτουζής

Ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του Πόρου, και ολόκληρης της Τροιζηνίας είναι τα χρόνια 1940-1944 , η Κατοχή.
Με   την  κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού  πολέμου ,  όταν   ήχησε     η  σειρήνα,    διατάχθηκε στον Πόρο και τη γύρω  περιοχή, τοπική   επιστράτευση,  από της κλάσης  1917  ως  τους απολυθέντες  ως κείνη την ημέρα   από το   στρατό.    Οσοι   επιστρατεύθηκαν,  προωθήθηκαν   στο  μέτωπο.    Και   είναι   γνωστό  το  αποτέλεσμα του  πολέμου  με τους Ιταλούς.Μερικοί   Ποριώτες  έπεσαν   υπέρ Πατρίδας   στο Αλβανικό μέτωπο .  Ηρωες που στήριξαν  το  Μεγάλο  ΟΧΙ.
Αλλοι  πολέμησαν  ηρωϊκά  και επέστρεψαν  σώοι. Αυτούς τους  τίμησε  ο Δήμος  Πόρου.Ηρθαν, όμως, οι Γερμανοί. Στις 28 Απριλίου  1941, έφτασαν  και στον Πόρο   ουλαμοί των «ταγμάτων θανάτου»,  κατέλαβαν  την  περιοχή  και  κατέλυσαν  κάθε τοπική  εξουσία. Παράλληλα   απαγόρευσαν την  κυκλοφορία,  κυρίως μετά τη δύση του   ήλιου, για   πολύ καιρό, και διέταξαν  γενική συσκότιση.  Πριν από αυτά  τα γερμανικά «στούκας» σφυροκόπησαν    κάθε λογής  πλεούμενο με  πρώτο    το  κότερο  » ΟΡΙΖΟΝΗ» που κάηκε  ολόκληρο.

Εγκατέστησαν  το διοικητήριό τους   στο   Προγυμναστήριο, και  φρουραρχείο κοντά στη σημερινή πλατεία  Κορυζή,    σε  δημόσιο   κτίσμα,  που   βρίσκεται  ακόμη  και  σήμερα,  ανάμεσα  στα μαγαζιά    Κουνέλη  και   Λάππα. Φρουραρχείο   είχαν  και   στο  Γαλατά.   Είχαν   επιτάξει   τη   βίλα   Σκουφόπουλου, στη  Μπούγια  , απέναντι από την αποβάθρα-δίπλα στο λιτρίβι του Μάγειρα. Φρουρά   είχαν και στο Μπούρτζι ( Εϊδεκ),   για  να   ελέγχουν τα  πλοία   που έμπαιναν και έβγαιναν.  Ο   Σκουφόπουλος  ήταν  αξιωματικός του   Β.Ν. , διοικητής   του  Προγυμναστηρίου,  είχε  παντρευτεί  την  μεγάλη κόρη  του πλούσιου τραπεζικού Μπουφέτη,  κι είχε πάρει προίκα  τη βίλα. Η άλλη κόρη του Μπουφέτη,  η Ντίνα, ήταν ιδιαιτέρα του πρωθυπουργού του «ΟΧΙ»  Ιωάννη Μεταξά.

Οι Γερμανοί συχνά  έστηναν μπλόκα στη Μπούγια, στην Αγία Αννα του Γαλατά,   στις αποβάθρες    Πόρου – Γαλατά,  από  όπου  ξεκινούσαν οι βάρκες για τη μια ή την άλλη ακτή, και  στο γεφυράκι   του   Πόρου,  και   δε  μας   άφηναν  να  περάσουμε.   Γενικά   είχαν καταλάβει κάθε  στρατηγικό  σημείο, και αμέσως  έκαναν  φρούριο   τον  παλιό  μύλο   στην  κορυφή   της Σφαιρίας.  Υπήρχε   κι άλλος   ένας μύλος, στην απέναντι κορυφή,  κοντά   στους  Αγίους Αναργύρους   αλλά   ήταν  μισογκρεμισμένος  και  δεν  τον χρησιμοποίησαν.

Το  Τεπελένι όπως είναι σήμερα. Κατοχικά δισεκατομμύρια
 
                                                           ΤΟ  ΤΕΠΕΛΕΝΙ         
 
             Αμέσως  ξεκίνησαν  να φτιάξουν   το  φρούριο στην  κορυφή  των  Αδερών, το γνωστό ΤΕΠΕΛΕΝΙ, – ερείπια   του υπάρχουν και σήμερα, και στεγάζουν γιδοπρόβατα-για να έχουν   «παρατήρηση» προς την Υδρα. Για να το χτίσουν χρησιμοποίησαν  όλους  τους  ντόπιους άνδρες, τεχνίτες και  μη.
Ένας   από  αυτούς, ο  Ιωάννης Σ. Κουμπής,  (  πέθανε   30-3-2001  77  χρόνων)  μου είχε  πει:
«  Μας  έβαζαν  και δουλεύαμε 15-20 μέρες ο καθένας, χωρίς λεφτά φυσικά- μας  έδιναν   μόνο ένα πιάτο   φασόλια. Καθένας  έκανε  όποια  δουλειά   ήξερε.   Εγώ  16-17    χρόνων,  τότε,  κουβάλαγα  μαδέρια  και  άλλα υλικά στην πλάτη,  που δεν   μπορούσαν να πάνε  με τα  μουλάρια  που επίσης είχαν επιτάξει. Μας  μάζευαν   στη Μπούγια,  έξω  από τη βίλα,  μας  φόρτωναν   και ξεκινούσαμε   φορτωμένοι στον ανήφορο, μέσα από ένα μονοπάτι, να φτάσουμε στην κορυφή.
Ήταν  πολύ δύσκολη δουλειά, πολύ  κουραστική. Μια μέρα από την κούραση   έπεσα χάμω. Τότε ο Ιταλός επιστάτης, έβγαλε ένα σουγιά και με απείλησε: «Σήκω   και προχώρα γιατί   θα  σε  σφάξω».  Τι να κάνω  σηκώθηκα, έβαλα τα  δυνατά μου και προχώρησα. Έκανα δυο φορές αυτή τη βάρδια,   δηλαδή  καμιά σαρανταριά   ημέρες.
« Όταν  ήρθαν οι Γερμανοί, εγώ δούλευα  στην Ηλεκτρική,  αλλά αμέσως έκλεισε, για να μην έχει ο κόσμος ρεύμα. Επειτα   είχαν   διατάξει   συσκότιση.   Εμάς,   μαζί  με  το  Βαγγέλη το Γερασίμου, μας   πήραν    και δουλεύαμε   στο Προγυμναστήριο, όπου υπήρχε  μια άλλη   «γεννήτρια»  και είχαν ρεύμα  μόνο αυτοί.  Αργότερα   άρχισε πάλι η   Ηλεκτρική».
                         
                        ΤΡΟΜΟΣ     ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ  ΚΑΙ  ΜΕΓΑΛΗ   ΠΕΙΝΑ
 
          Ο   φόβος  ήταν έκδηλος    την περίοδο εκείνη. Και κορυφωνόταν κάθε φορά   που ηχούσε   η  σειρήνα, ή   όταν   ακούγονταν  πυροβολισμοί,   που   πολλές   φορές  οι Γερμανοί  τους  έριχναν  μόνο και μόνο για να  φοβίζουν τον πληθυσμό. Τρόμο   προκαλούσαν και τα «στούκας»    όταν   πετούσαν  πάνω  από  την περιοχή, ιδιαίτερα   όταν  πήγαιναν   μαζικά   για   τη Μάχη  της Κρήτης  στις 20-23   Μαϊου 1941. Σε  κάθε εμφάνισή  τους  κρυβόμαστε   όπου βρίσκαμε.  
       Ξεχωριστό τρόμο   προκαλούσαν   φυσικά οι συλλήψεις. Μια μέρα μάζεψαν στο Προγυμναστήριο   όλους  τους άνδρες.  Από   αυτούς   διάλεξαν   τους   μισούς,  τους έβαλαν σε  καΐκια  και ανεμότρατες   και ξεκίνησαν   για τον Πειραιά. Τελικός   προορισμός  ήταν τα εργοστάσια  της Γερμανίας. Μέχρι τον Πειραιά  έφτασαν λίγοι, που είχαν ξεκινήσει πρώτοι. Όλοι  οι άλλοι,  όταν έφταναν  κοντά  στα  Μέθανα,  πήραν  εντολή  να  γυρίσουν πίσω. Γιατί  η διαταγή   αφορούσε   τον Πόρο της Σούδας-Κρήτης, και όχι  της Τροιζηνίας .
            Βέβαια, για να κάνουν  τις  δουλειές τους, οι  Γερμανοί   έκαναν  συχνά  επιτάξεις  και  μια φορά   συγκέντρωσαν   και γυναίκες. Μεταξύ των γυναικών που  είχαν  επιτάξει  ήταν και η μητέρα του γράφοντος  Παναγιώτα  Κουτουζή  που με την οικογένειά της έμενε  στο Καραπολίτι. Αλλά δεν πήγε σε καμία πρόσκληση. Τότε οι»επιτάσσοντες»  έστειλαν έναν Ιταλό    να την συλλάβει. Αυτός σαν  πήγε στο σπίτι  και είδε πως είχε παιδί  τριών χρόνων, συγκινήθηκε και άρχισε  να της λέει ότι έχει και αυτός παιδιά, «πίκολο  ούνα, πίκολο ντούε»,   και της ζήτησε λάδι  που δεν είχε.   Αυτή του έδωσε, από ότι είχε, και κείνος έφυγε και μετά την άφησαν ήσυχη.
Εκείνο   όμως   που στοίχισε   πολύ στους  κατοίκους του   Πόρου,  ήταν  η έλλειψη    τροφίμων.  Οσοι    ήταν   στην   ύπαιθρο, Λεμονοδάσος, Καραπολίτι,   Καλαυρία,  Γαλατά,   χωριά της Τροιζηνίας   κλπ.  περνούσαν καλύτερα. Είχαν κάποια   πράγματα, λάδι, στάρι  και  άλλα.   Αλλά δεν τα είχαν στο σπίτι   τους,  τα είχαν κρυμμένα σε σπηλιές, και τάπαιρναν   λίγα-λίγα.
Γιατί οι Γερμανοί, ύστερα από πληροφορίες, έκαναν  έρευνα, κι αν  τα εύρισκαν, τα έπαιρναν.
Κάποιες γνωστές οικογένειες από τον Πόρο είχαν πάει στο πατρικό μας σπίτι στο Καραπολίτι  και   σε άλλα δίπλα, έμεναν εκεί και έπιναν τυρόγαλο για να ζήσουν – αφού έκαναν  το γάλα τυρί. Οι ντόπιοι  τους βοηθούσαν  με ότι είχαν.
Τότε   δεν κυκλοφορούσαν χρήματα. Αγόραζες   είδος με είδος: Εδινες λάδι, έπαιρνες  στάρι.  Την περίοδο   αυτή   έδρασαν  πολύ οι «μαυραγορίτες»,  που  πήγαιναν στις περιοχές  αυτές  με  ρούχα, πιάτα, η άλλα φαγώσιμα  και έπαιρναν  διάφορα  είδη, όπως  λάδι, στάρι,   σε πολύ μεγάλες ποσότητες, σε  σχέση με αυτά   που  έδιναν. Αυτά, ύστερα τα πουλούσαν  κρυφά, σε όσους είχαν   χρήματα, ή χρυσαφικά, αλλά πάλι, πολύ ακριβά.  Ακόμα   και  σπίτια  έχασαν μερικοί  για  να επιζήσουν. Προ αυτής της κατάστασης,    πολλοί   κάτοικοι του Πόρου, πήγαν να ζήσουν  στην  ύπαιθρο , σε χωριά, κοντά  σε συγγενείς τους , ή φίλους  τους. Ακόμα  και  από  την  Αθήνα  και  τον Πειραιά, είχαν έρθει.  Άλλοι,  πάλι, από  τον  Πόρο  πήγαιναν  στην   ύπαιθρο , και μάζευαν χαρούπια, λεμόνια, λαχανίδες, και   χόρτα  για να  φάνε.  Αλλά σε  όσους έλειπε το  λάδι,  αυτοί  πρήζονταν και  πέθαιναν. Και  πέθαναν   αρκετοί    από   την   πείνα   μέσα   στον  Πόρο .   Oι Γερμανοί δήθεν για να βοηθήσουν,  έδιναν με δελτίο ένα πιάτο φασόλια  για κάθε οικογένεια.
            Ο καφές έλειπε, και πολλοί τον έφτιαχναν  από ρεβίθια, η κουκούτσια  χαρουπιών, αφού  τα καβούρντιζαν. Για  τσιγάρα,  ούτε   λόγος.    Ένα  τσιγάρο είχε    ένα  εκατομμύριο κατοχικών δραχμών και αν τόβρισκες, κι  αν είχες να το πάρεις.  Πολλοί καπνιστές  είχαν  βρει   σπόρο καπνού, κι είχαν   φυτέψει  κρυφά  καπνό – απαγορευόταν βλέπεις,   η  καλλιέργεια καπνού – και  σιγά , σιγά, κάλυπταν τις  ανάγκες τους. Τότε  το μυαλό  έπρεπε να δουλεύει για να επιζήσεις. Ετσι  όσοι   είχαν  κατσίκες , μάζευαν   το γάλα, έφτιαχναν  τυρί, κι έπιναν  το τυρόγαλο, το ζουμί που απέμενε, για γάλα.
              Υπήρχαν  βέβαια  και τα παράδοξα: πολλοί   που είχαν   πρόβατα, κατσίκες, κότες, είχαν  αρκετό  κρέας,   αλλά  δεν είχαν ψωμί, και το έτρωγαν σκέτο.   Πολλοί  έφτιαχναν  αλεύρι  και  ψωμί  από  τριμμένα  φασόλια, κουκιά, βελανίδια κ.ά.  Αλλά  αυτό ήταν   υπεραρκετό  για την περίοδο  εκείνη.
                Τους   κατοίκους  της πόλης του Πόρου, πολύ  βοήθησε,  κατά την Κατοχή,  το Μοναστήρι του   νησιού. Οι     καλόγηροι   άνοιξαν   τα  κελάρια   της  Μονής   και  μοίραζαν    κρυφά     στους πεινασμένους   λάδι και στάρι. Αλλά όταν  τόμαθαν  οι Γερμανοί,    συνέλαβαν τον ηγούμενο και τον ετοίμαζαν για   εκτέλεση. Όμως  με την επέμβαση κάποιων ντόπιων και αφού το ξανασκέφτηκαν – για να δείξουν καλό πρόσωπο – τον άφησαν ελεύθερο.
           Παρακολουθούσαν  όμως στενά  τη δραστηριότητα  των καλόγηρων  και τους απαγόρευαν  κάθε  βοήθεια προς τον πεινασμένο λαό.
          Όταν    εμφανίστηκαν στην περιοχή       άγγλοι    κομάντος   οι   γερμανοί  έκαναν   περιπολίες, στην  ύπαιθρο, και έκαναν  συχνά  έλέγχους   γύρω από το  τι κάνει  ο καθένας.  Κι  αν   δεν  υπάκουες σούριχναν  στο ψαχνό.
Αυτό συνέβη    και   στον   πατέρα  του  γράφοντος  Παναγιώτη Κουτουζή, τον Απρίλιο  του 43. Μια ακταιωρός  με οπλισμένους Γερμανούς, είχε   δέσει  σε  ακτή  της περιοχής Καραπολίτι.   Εκείνος  ήταν  σε  κάποιο   χτήμα του. Οι Γερμανοί  τον  είδαν  από   χίλια μέτρα, και του φώναξαν να πάει κοντά.   Αυτός  φρόντισε να τους αποφύγει, αλλά εκείνοι τον πυροβόλησαν. Ευτυχώς ήταν μακριά  και δεν τον πέτυχαν.
      Οι κομάντος κρύβονταν στο Λεμονοδάσος και στο Φουρκαρί από την οικογένεια Αρ. Σαμπάνη. Όταν δε το  ανακάλυψαν οι Γερμανοί, η οικογένεια κρύφτηκε  στα βουνά.

Από τις μάχες   στο Αλβανικό μέτωπο.          Εμψυχωτικές  αφίσες- γελοιογραφίες του 1940      που κυκλοφορούσαν και στην Τροιζηνία
Πολλοί από τους Γερμανούς   αξιωματικούς που   πέρασαν από τον  Πόρο, φρόντισαν   να  γεμίσουν το πορτοφόλι τους. Εκλεβαν   ότι μπορούσαν  και τα πούλαγαν στους μαυραγορίτες.
           Ο  Ιωάννης   Κουμπής   θυμόταν  (2001) σχετικά:
 «   Δούλευα  στο Προγυμναστήριο   όταν ένας Γερμανός αξιωματικός   με  διάταξε  να  του  βγάλω έξω  από  το στρατόπεδο, κάτι   μπρούτζα   που  είχε  πάρει  από  την  υδροφόρα. Θα  τα πήγαινα  σε  κάποιον  που  τα   αγόραζε. Εκείνος  θα  πήγαινε μετά να πάρει τα χρήματα .Μη  μπορώντας να κάνω αλλιώς  έτσι  και  έκανα. Όμως , όταν διαπιστώθηκε   ότι  λείπουν  τα  μπρούτζα,     άλλοι  Γερμανοί  πήγαν  στον  έμπορο  και   τον    ρώτησαν  αν  του   πήγε   κανείς τέτοια είδη.  Αυτός φοβήθηκε ,  είπε   το       όνομά μου     και    με   έπιασαν.   Εγώ  τους   είπα  όσα  είχαν συμβεί, και κείνοι με ρώτησαν  αν  θα    μπορούσα  να    αναγνωρίσω   το   Γερμανό που μου  τάδωσε.  Εγώ   είπα  «ναι»,   και τότε    έβαλαν τους  αξιωματικούς  στη  σειρά, κι εγώ τους είπα ποιος   ήταν. Αυτός βέβαια   μπορούσε να  το  αρνηθεί  αλλά δεν το έκανε   γιατί θα με εκτελούσαν. Ετσι με αφήσανε. Είχα ακούσει τότε ότι κανα   δυο  τους είχαν εκτελέσει στην πλατεία  του Προγυμναστηρίου».
              Υπάρχουν  κι άλλες  περιπτώσεις, κατά τις οποίες Γερμανοί,  έκλεβαν  πετρέλαιο  και το πούλαγαν στις μηχανότρατες, καθώς  και  διάφορα  άλλα είδη,  αλλά δεν  καταγγέλλονται    επώνυμα.    Και  υποθέτω  πολλά  ακόμη που δεν έχουν φθάσει ως εμάς, και που πρέπει να φθάσουν , για να υπάρξει  πλήρης εικόνα της Κατοχής  στον  Πόρο.
              Τότε που η ζωή είχε, παραλύσει, οι δραστηριότητες  είχαν μειωθεί, τα  σχολεία ήταν κλειστά και το μέλλον  άγνωστο και αβέβαιο.
·          Κατά  τη διάρκεια  του 40   και   της Κατοχής, πολλοί  Τροιζήνιοι  έπεσαν για την Πατρίδα, άλλοι  εκτελέστηκαν- τα ονόματά  τους  είναι  γραμμένα  με χρυσά γράμματα   στα   ηρώα  Πόρου- Γαλατά  κλπ –  κι    άλλοι   αφού   πολέμησαν,   έζησαν    για   να  θυμούνται  τα γεγονότα  ως  τα  βαθιά τους  γηρατιά, και  να  τα αφηγούνται.  Γεγονός πάντως είναι  ότι  η  περίοδος της Κατοχής, πρέπει να   αποτελέσει   ένα ξεχωριστό  βιβλίο, και μάλιστα σύντομα, για να καταθέσουν  όσο το δυνατόν  πιο παλιοί  τις μαρτυρίες τους.

Στις 11-1-44 κατά το βομβαρδισμό του Πειραιά  από τους  συμμάχους(!) σκοτώθηκε ο Ποριώτης κουρέας Δημήτριος Σπ. Κουμπής, στο κουρείο του στην Ακτή Μιαούλη.

Γαλατιώτες που έπεσαν την περίοδο 1940-1949: Μμνημείο Γαλατά:

Ιωάννης Π. Αργυρίου
Ιωάννης Π. Ιωάννου
Ευάγγελος Γ.Καϊκας
Αργύριος Π. Μητάκος
Δημήτριος Π. Μητάκος
Δημήτριος Π. Μπιστίνας
Αριστείδης Δ. Πολλάλης

Κατά την Κατοχή,το 1942, πιο πάνω  από το χωριό Σκαπέτι, στη θέση Σορός, κοντά στο κάστρο της Χώριζας, στο τελευταίο άκρο  των Αδερών, έπεσε ένα  γερμανικό  αεροπλάνο. Το οποίο σιγά-σιγά κομμάτιασε ο Παναγιώτης Μέλλος, ο αποκαλούμενος «καλόγηρος»  και το  πούλησε  σαν παλιοσίδερα.

Όπως  αφηγήθηκε   στις   25 Απριλίου 1997  ο   76χρονος  Νίκος  Γεωργόπουλος ανθυπασπιστής εν αποστρατεία, ένας από τους μαχητές στους οποίους στηρίχθηκαν η Eλλάδα και η αντίσταση ενάντια στα στρατεύματα των Γερμανών φασιστών , τον Οκτώβριο του 1943   πήγε  με το ναρκαλιευτικό  «ΚΑΣΟΣ»   στην  περιοχή του Πόρου. Ηταν πυράρχης και οπλονόμος,  και  κάνανε  ναρκαλιεία. Mαζέψανε 44 νάρκες. Tότε βυθίστηκαν πέντε εγγλέζικα πλοία.  Κοντά στις Λεούσες Αίγινας  έπεσε  και το «ΚΑΣΟΣ» σε νάρκη και βούλιαξε.
       Ο Nίκος Γεωργόπουλος  ήταν  αρχικά  πλήρωμα στο «Eλλη» όταν αυτό τορπιλίστηκε έξω από την Tήνο. Eζησε για να δει και τη συνέχεια. Mετατέθηκε στο «Bασίλισσα Ολγα». Eξι μήνες μετά το είδε και αυτό να βυθίζεται έξω από τη Λέρο. Μετά τοποθετήθηκε στο «Kάσος», που κι αυτό, όπως είπαμε,  βυθίστηκε  στο Σαρωνικό.  
 
               Πραξικοπηματική  αναχώρηση   του   «ΑΒΕΡΩΦ» – «Αποστολή  11»
 
                    Η     ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ     –  Ο ΙΕΡΟΣ   ΛΟΧΟΣ
 
           Τέλη  του  Σεπτέμβρη 1944, οι Γερμανοί   έχαναν, πια, ολοκληρωτικά    το   παιχνίδι.   Τότε   Αγγλοι   «κομάντος»   έφυγαν από τον Πόρο, και   αποβιβάστηκαν  στην  Αγία Μαρίνα της Αίγινας. Αφού συνέλεξαν πληροφορίες,   ξαναγύρισαν    για    να   κόψουν τις   τηλεφωνικές   γραμμές.   Αλλά   πριν   το   κάνουν,  ένας γερμανομαθείς άγγλος, «μπήκε» στις τηλεφωνικές  γραμμές των Γερμανών  και τους μπέρδεψε, με ψεύτικες διαταγές,   με   αποτέλεσμα   να   φύγουν  γρηγορότερα   από το  νησί.  Φεύγοντας,  βομβάρδισαν  από  πλοίο και  κατάστρεψαν  το   φρούριο Τεπελένι  που  εκείνοι  είχαν  χτίσει.
·          Ετσι, όταν την  1η  Οκτωβρίου 1944,  αποβιβάστηκε   στον  Πόρο    «ο Ιερός Λόχος»- είχε φθάσει    με   τα  Ελληνικά  πλοία   από  τη  Μέση Ανατολή – δεν  βρήκε   ίχνος Γερμανού  στο νησί.  Τα πλοία μας,  προσορμίστηκαν  στο   θαλάσσιο     χώρο   μπροστά  από   το  Μοναστήρι,     αφού   δεν μπορούσαν να πάνε στον  Πειραιά,   επειδή   ήταν ναρκοθετημένος.   Τα  θυμάμαι    σαν    σε   όνειρο.   Ακόμη    τις οβίδες   που     έριχναν   οι   Γερμανοί    από   το  πυροβολείο   τους      στην    Αίγινα-  την κρατούσαν  ακόμη.    Αλλά   επειδή  ήταν  το  βουνό   του Μοναστηριού   μπροστά οι οβίδες   έπεφταν   στη θάλασσα.  Πολλές  είχαν πέσει  και στο  Καραπολίτι,  όπου   μέναμε  όλη την Κατοχή, και  τις παίρναμε και παίζαμε.  Τα  πλοία  μας   παρέμειναν  εκεί, μέχρι  που καθαρίστηκε    ο Πειραιάς από τις νάρκες.  Κάποια  πλοία  που  τόλμησαν  να βγουν προς  την Αίγινα  έπεσαν σε νάρκες  και  βυθίστηκαν ή έπαθαν σοβαρές  ζημιές. Αυτά τα τελευταία τα έδεσαν  κοντά την Πλάκα του Πόρου και τα επισκεύασαν.
 

                    Ο Δρακούλης  Βασιλαράκος
 
        Σχετικά με την άφιξη των Ιερολοχιτών  στον Πόρο, ο τότε ταγματάρχης Δρακούλης  Βασιλαράκος   γράφει στις σημειώσεις του:
       «….. Στις   30    Σεπτεμβρίου   ξεκινήσαμε  από  τα  Κύθηρα – ενδιάμεσο    σταθμό- για τον   Πόρο. Το  πρωϊ της 1-10-44, ημέρα Κυριακή, αντί  να συναντήσουμε Γερμανούς  στον Πόρο, είδαμε  μετά  χαράς, τον   κόσμο να κατακλύζει   την παραλία  για να μας υποδεχθεί.   
          Οι   προεστοί   στεφάνωσαν  το   διοικητή μας, αντισυνταγματάρχη   πεζικού, Φώτιο Μεσσηνόπουλο  με  στέφανο δάφνης!  Υστερα   διαπεραιωθήκαμε  στην απέναντι ακτή του Γαλατά, όπου  εγκατασταθήκαμε  αμυντικώς. Τα   αντιτορπιλικά    έφυγαν.   Οι  Γερμανοί  κατείχαν  ακόμη   την   Αίγινα  – με  τα   πυροβόλα  των έριχναν  βλήματα που έπεφταν στη θάλασσα.    Στις  2 τα   ξημερώματα  της 14-10-44,   ημέρα  Σάββατο,  επιβιβασθήκαμε  σε ιστιοφόρα, και επλεύσαμε προς τον    Πειραιά……….Μακράν  εις τον ορίζοντα  φάνηκεν η Ακρόπολις, ο Παρθενών. Χαρά  και συγκίνηση! Το όνειρο έγινε πραγματικότης!».
 
      Το πολεμικό ΑΔΡΙΑΣ σε πίνακα του Αντώνη Κανά.
  Στον Πόρο  είχε καταπλεύσει  και ο ΑΔΡΙΑΣ  με την κομμένη από την έκρηξη νάρκης πλώρη του, αρματαγωγά, και αρκετά Αγγλικά ναρκαλιευτικά και αντιτορπιλικά.
 
     Λίγες μέρες  μετά, στις 16-10-44  κατέπλευσε  στον Πόρο  και το  θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ»  στο  οποίο  επέβαινε η Κυβέρνηση  Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου. Στις 17-10-44  ανεχώρησε  για τον Πειραιά, όπου έφθασε   την επομένη, 18-10.
v       Ο Πόρος, σ ‘όλες  τις κρίσιμες στιγμές του ΄Εθνους ,  ήταν  πάντα στο επίκεντρο των εξελίξεων.
***   Στις 15 Οκτώβρη 1944, με την απελευθέρωση,  σαν έφτασε ο «ΑΒΕΡΩΦ» στον  Πόρο, οι ναύτες βγήκαν στο νησί. Μαζί τους βγήκε  και ο Ποριώτης Γιώργος Καπερώνης, ντυμένος  με στολή υπαξιωματικού. Ελειπε   δυο-τρία χρόνια από το νησί, κι όπως ήταν με γένια, ρώτησε τους περίεργους που είχαν τρέξει  στην παραλία:
— Που σπίτι Καπερώνη;,  χρησιμοποιώντας ξενική  προφορά.
Αλλά  οι ντόπιοι τον γνώρισαν  και  τον άρχισαν στις σφαλιάρες. Η φράση όμως,   «Που σπίτι Καπερώνη;» παρέμεινε  να λέγεται στον Πόρο   για χρόνια.
 
18/10/1944  Επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης στην Ελλάδα: Υποδοχή του Πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου και του Αντιστράτηγου Ρόναλντ Μ. Σκόμπι στο Κερατσίνι  mam.avarchive.gr
 
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ   ΓΙΑ  ΤΗΝ   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ  ΤΟΥ   ΣΤΟΛΟΥ   ΣΤΟΝ  ΠΟΡΟ
 
                   ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ  ΠΟΥ  ΕΠΕΣΑΝ  ΣΤΟΝ   ΠΟΡΟ
 
                       
                            Αποκλειστική  φωτογραφία  που μας παραχώρησε ο αυτοδύτης ερευνητής Γιώργος Καρέλας.
 
Αυτοδύτες  έχουν εντοπίσει από χρόνια  στο  βυθό  του κόλπου του Μοναστηριού του Πόρου,ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο του Β. Παγκοσμίου Πολέμου, τύπου  Savoia Marchetti 79 Sparviero, το οποίο έχουν φωτογραφίσει και κινηματογραφήσει.
     Όμως είναι άγνωστο  πότε  και πως κατέπεσε. Μπορεί να κατέπεσε από βλάβη ενώ επιχειρούσε στην περιοχή, πιθανότατα  κατά τις ημέρες της Μάχης της Κρήτης-20=23/5/1941.     
      Επίσης πιθανολογείται ότι μπορεί να έπεσε σε άλλο σημείο  και να το έφεραν  εκεί τα δίχτυα των ανεμοτρατών.
      Τα ιταλικά αεροπλάνα  όπως γράφει στις αφηγήσεις του ο ναύαρχος  Γρηγόριος Μεζεβίρης στις αρχές του Πολέμου  40-41  εφορμούσαν από τα Δωδεκάνησα.
      Όταν όμως  ξεκίνησε η επίθεση κατά της Κρήτης, 20-23 Μαϊου  1941 και ζητήθηκαν ενισχύσεις από την Ιταλία, ακολουθήθηκε η γραμμή  Αθήνα –  Ζούρβα Υδρας – Κρήτη.
      Υπάρχουν σήμερα πολλοί  που τα θυμούνται – όπως οι Γιάννης Αν. Σαμπάνης, Δημ. Γκ. Μάγειρας  κ.α –  να περνούν  κατά  μεγάλα σμήνη, γερμανικά στούκας  και ιταλικά βομβαρδιστικά,  με κατεύθυνση την Κρήτη.
     « Τα πολλά περάσανε ένα πρωϊνό, μας λέει ο  κ. Γιάννης Αν. Σαμπάνης  . Είχανε μαυρίσει  τον ουρανό. Απ αυτά μπορεί  κάποιο νάπεσε. Μπορεί και νύχτα και να μην το πήρε χαμπάρι κανείς».
 
    Ο  γνωστός Ποριώτης κ. Κυριάκος Κωστελένος, μας αφηγείται σχετικά,19-11-09:
    « Τον Οκτώβρη του 1944  ήμουνα 14 χρονών. Τότε , από την 1η του  μήνα αυτού, άρχισε  να έρχεται    στον όρμο του Μοναστηριού όλος ο Ελληνικός στόλος μαζί με πολλά αγγλικά πλοία. Μ αυτά ήρθε και ο ιερός λόχος  που έκανε παρέλαση στον Πόρο.
    » Οι  Γερμανοί  κρατούσαν  ακόμη τον Τούρλο της Αίγινας, κι από κει έριχναν οβίδες, που έπεφταν στο λιμάνι του Πόρου. Παράλληλα  έκαναν επιδρομές με αεροπλάνα και έβαλαν κατά των πλοίων. Τα πλοία  έριχναν στα αεροπλάνα, και κατάφεραν κείνη την ημέρα, κατά το σούρουπο, να ρίξουν ένα γερμανικό  αεροπλάνο,  ένα  διθέσιο καταδιωκτικό «μέσερσμιτ», που έπεσε κοντά  στον κάβο του Μοναστηριού, στη θάλασσα.
    » Ακόμα  θυμάμαι  ένα μεγάλο ιταλικό αεροπλάνο, που είχαν φέρει στο Ασκέλι, πολύ πιο πριν, αλλά δεν ξέρω τι απέγινε. Ισως το πήρε η θάλασσα. Αυτό ήταν υδροπλάνο, είχε πλωτήρες.
    » Στην περιοχή μας έχουν πέσει άλλα δύο αεροπλάνα. Ενα στο Σωρό πάνω από το Σκαπέτι, και ένα στο κτήμα μας στην Κοκκινιά. Αυτό το τελευταίο το φύλαγαν χωροφύλακες, ώσπου το διέλυσαν και το πήραν οι Γερμανοί».
     ****  Κατά την Κατοχή, το 1942,  πιο πάνω  από το χωριό Σκαπέτι, στη θέση Σορός, κοντά στο κάστρο της Χώριζας, στο τελευταίο άκρο  των Αδερών, έπεσε ένα   γερμανικό  αεροπλάνο. Το οποίο σιγά-σιγά κομμάτιασε ένας ντόπιος, ο αποκαλούμενος «καλόγηρος»  και το  πούλησε  σαν παλιοσίδερα. /14-8-11/ 
 
       Ο  ΤΖΙΟΒΑΝΙ
 
       Μας το αφηγήθηκε  9/2/06  ο  Δρύοπας κ. ΚΜ 75 χρονών:
 
       Το 1943  είχε μαθευτεί  ότι οι αντάρτες θα  πήγαιναν  στη Δρυόπη  να σκοτώσουν  όλους τους κατοίκους γιατί ήταν  αντίθετοί  τους. Ετσι έφυγαν  και πήγαν στο Προγυμναστήριο  του Πόρου για να προφυλαχτούν. Εκεί  βρήκαν  και τον Ιταλό  αξιωματικό Τζιοβάνι  με 40 άνδρες που είχε πάει να παραδώσει τα όπλα, αφού οι Ιταλοί  είχαν   σταματήσει τη συμμαχία   με τους Γερμανούς.
      Όμως δεν φορούσε τη στρατιωτική του  στολή, αλλά  ένα πολιτικό παντελόνι  και ένα σακάκι.
    Τότε  οι Δρύοπες τον ρώτησαν:
– Ρε Τζιοβάνι πως είσαι  έτσι ντυμένος, που είναι η στολή σου;
   Και κείνος απάντησε:
– Κάποτε ήμουνα αξιωματικός, τώρα  δεν είμαι τίποτα.
 
      ΓΙΑΤΙ  ΠΟΛΕΜΗΣΑΜΕ  ΤΟ 1940;;;
 
     Μας τηλεφώνησε  από το Γαλατά,  γεμάτος ….ήρεμο…θυμό   ο κυρ Γιάννης Σ !!!!
       «Τι κουραφέξαλα είναι αυτά  που άκουσα   από διάφορους πολιτειακούς ταγούς,, ότι  τάχα  το 40  πολεμήσαμε  για τη Δημοκρατία…. Ποια δημοκρατία;  Φασισμό είχαμε και μεις, αλλά πολεμήσαμε το φασισμό.
       Πολεμήσαμε  για Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια. Πολεμήσαμε για την ελευθερία!
       Ημουνα δώδεκα χρονών, και θυμάμαι, ότι στο  μοναδικό τηλέφωνο  του Γαλατά, που ήταν στο  μπακάλικο  του Τάσου Μάγειρα, δίπλα στο λιτρίβι του Βεσσαλά, βρέθηκε ο νωματάρχης που πήρε την εντολή  για επιστράτευση. Εμείς παιδόπουλα, μαζευτήκαμε γύρω – γύρω όταν καταλάβαμε ότι κάτι τρέχει, και παρακολουθούσαμε με περιέργεια. Κι είδαμε όσους ξεκινούσαν για τον πόλεμο να φεύγουν γεμάτοι  ενθουσιασμό για τ Ανάπλι, τραγουδώντας, γιατί ήξεραν ότι θα νικήσουν, ότι πρέπει να νικήσουν για να προστατέψουν  το Εθνος  και τα ίδια τα σπίτια τους……..» (29-10-09)

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΤΟ   ΘΑΥΜΑ  ΤΟΥ   ΑΗ ΓΙΩΡΓΙΟΥ          
 
    Μια αληθινή ιστορία της Κατοχής,   ένα «θαύμα» θάλεγε κανείς,   μας αφηγήθηκε,  18-4-07,  όπως τόζησε,   ο κ.  Κώστας Π. Ταγκαλάκης, που  κατάγεται από τον Πόρο – η μητέρα του ήταν το γένος Καραμάνου.
 
     «Ήταν ανήμερα του Αγίου Γεωργίου του 1941. Οι Γερμανοί είχαν μπει στη χώρα μας αλλά εμείς, εκεί κάτω στο Κρυονέρι (κοντά στο Βίδι) του Γαλατά δεν είχαμε νοιώσει ακόμα τι πάει να πει «κατοχή». Εμείς βρισκόμαστε στο δικό μας παράδεισο!!!
     Ήταν ένα ήσυχο ανοιξιάτικο απόγευμα, τότε που η συντροφιά μας είχε πιάσει τις κατάλληλες θέσεις για το απογευματινό «καρτέρι» στα ανοιξιάτικα τρυγόνια, κάτω από μια συστάδα πελώριες λεύκες, δίπλα στη θάλασσα, στο κτήμα μας, δίπλα στη σημερινό  ΣΤΕΛΛΑ ΜΑΡΙΣ.
     Τη συντροφιά των κυνηγών αποτελούσαν ο πατέρας μου κυρ-Πέτρος με τον κουνιάδο του τον Κυρ-Χρήοτο και μαζί τους είχαν για «μαζέτες» τον παιδικό μου φίλο το Νίκο, γιο του Μπαρμπα-Γιάννη που ήταν ο φύλακας του κτήματος και εμένα, μόνο έξι ημέρες πριν κλείσω τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής μου, εκκολαπτόμενοι «κυνηγοί» και οι δύο μας.
      Εκεί που περιμέναμε να φανούν τα τρυγόνια, ξαφνικά ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα και εμφανίστηκε στον ουρανό ένα σμήνος από Γερμανικά βομβαρδιστικά «καθέτου εφορμήσεως» -τα γνωστά «Στούκας» – που άρχισαν να βομβαρδίζουν ένα φορτηγό καράβι που βρισκόταν αραγμένο ακριβώς απέναντι, σε έναν κόλπο κοντά στην παραλία-εκεί που βρίσκονται σήμερα οι εγκαταστάσεις της ιχθυοκαλλιέργειας  στο Μπογάζι.
     Από το φόβο μας αμέσως ξεχάσαμε το τρυγόνια και τρέξαμε να κρυφτούμε μέσα στα αποστραγγιστικά χαντάκια για να γλιτώσουμε από ένα πιθανό χτύπημα. Τα «Στούκας» βουτούσαν, κτυπούσαν το καράβι, κάνανε στροφή επάνω από τα κεφάλια μας και πάλι βουτιά και βόμβες. Αυτό κράτησε για λίγη ώρα (σε εμάς φάνηκε …. αιώνας) μέχρι την ώρα που ένας μαύρος καπνός υψώθηκε από το καράβι. Τότε οι Γερμανοί, βέβαιοι ότι πέτυχαν το στόχο τους, έφυγαν ξαφνικά όπως είχαν έλθει.
     Πέρασε λίγη ώρα και ο καπνός καταλάγιασε και τότε με μεγάλη έκπληξη είδαμε ότι το καράβι δεν  είχε βουλιάξει και παρέμενε αραγμένο και…..ανέπαφο.
      Τι είχε συμβεί; Όπως μάθαμε αργότερα, το καράβι ήταν φορτωμένο με κάρβουνο και μία βόμβα που έπεσε στο ανοιχτό αμπάρι, μέσα στο κάρβουνο, σήκωσε την καρβουνόσκονη μέχρι τον ουρανό έτσι που έμοιαζε με καπνό από φωτιά. Αυτό ήταν που ξεγέλασε τους Γερμανούς που τα μάζεψαν και έφυγαν ευχαριστημένοι ότι έγινε η δουλειά τους!!!
       Έτσι το καράβι γλίτωσε.
      Αλλά πως ήταν δυνατόν να πάθει κάτι αυτό το καράβι την ημέρα εκείνη, αφού ήταν ανήμερα  του Αγίου Γεωργίου και το όνομα του καραβιού:……«Άγιος Γεώργιος» !!!
      Ήταν άραγε σύμπτωση;; Άντε τώρα να μην πιστέψεις ότι ο Άγιος έκανε πάλι το θαύμα του!
       Την άλλη μέρα το πρωί όταν ξυπνήσαμε το καράβι είχε σηκώσει άγκυρα και είχε φύγει για τον προορισμό του.
       Όπως μάθαμε αργότερα, εκεί δεν έφτασε ποτέ. Οι Γερμανοί το ανακάλυψαν στη διαδρομή και τούτη τη φορά δεν γλίτωσε. Βλέπεις δεν ήταν πια η γιορτή του!!!»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.