Πα. Απρ 19th, 2024

Η σφαγή των 7 Επονιτών στη Δρυόπη

Γιάννα Παϊδούση – Παπαντωνίου

«Ο γιατρός Απόστολος Παπαντωνίου και η γυναίκα του Χρυσούλα Μπέκου είχαν έξι παιδιά, δύο γιους και τέσσερις κόρες. Ο γιατρός έφυγε από τη ζωή τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του 1942 σε ηλικία μόλις 52 χρόνων. Τη θέση του μέσα στην οικογένεια πήρε άξια η γυναίκα του με βοηθό της τον μεγαλύτερο γιο της, τον Γιώργο. Η Ιταλογερμανική κατοχή έπληξε και την οικογένεια του γιατρού, όπως και την κάθε Ελληνική οικογένεια. Η μητέρα Χρυσούλα προσηλωμένη στις εντολές του συζύγου της επιδόθηκε σε δύσκολο αγώνα να σπουδάσει τα παιδιά της. Αλλά η εχθρική κατοχή, που βρήκε όλα τα παιδιά στα σχολεία τους, ανάγκασε τη μητέρα να μαζέψει τα παιδιά της στο σπίτι της, ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός. Η κατάσταση ήταν υποφερτή, η οικογένεια δεν στερήθηκε το ψωμί χάρη στις φροντίδες της μητέρας. Έτσι ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν τα πρώτα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης. Η πρώτη κόρη Γεωργία δεν εδίστασε, οργανώθηκε αμέσως έχοντας κοντά της και τις τρεις μικρότερες αδερφές της, την Αναστασία, την Αδαμαντία και την Ελένη. Ο μεγάλος αδερφός, ο Γιώργος, μοίρασε τον εαυτό του ανάμεσα στα οικογενειακά βάρη και την Εθνική Αντίσταση και όταν του ζητήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Αντίσταση στην περιοχή της Τροιζηνίας από το πόστο του καθοδηγητή της Ε.Π.Ο.Ν., υπάκουσε. Αλλά με κάθε ευκαιρία γύριζε στο σπίτι για να βοηθήσει την μητέρα, να δει τις αδερφές του και τον μικρό αδερφό του, τον Παντελή. Αυτό κράτησε ως τον Ιούνιο του 1944, όταν μια μικρή Γερμανική δύναμη από πολλούς «ταγματασφαλίτες» έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση στην Ερμιονίδα και στην όμορφη Τροιζηνία. Η ντόπια αντίδραση πανηγύριζε. Οι «ταγματασφαλίτες» αφοσιωμένα εκτελεστικά όργανα των Γερμανών, προβαίνανε σε εκτελέσεις χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα.
Ο Γιώργος περέμεινε στην Τροιζηνία μαζί με έξι άλλους ΕΠΟΝίτες, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, που ακολούθησαν μία αντάρτικη δύναμη σε ορεινή περιοχή της Τροιζηνίας και έτσι δεν ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό. Και όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπεχώρησαν προς τα νώτα της Ερμιονίδας, τότε στην Τροιζηνία θριάμβευσε η ντόπια αντίδραση. Με την εχθρική υποχώρηση, δόθηκε εντολή από την αντάρτικη διοίκηση να επιστρέψουν όλοι στις βάσεις τους. ο Γιώργος πήρε το προσωπικό του ΕΠΟΝίτικου γραφείου της Τροιζηνίας και κατέβηκε στο χώριο Κάτω Φανάρι, όπου ήταν η βάση του. ο Γιώργος ήταν πολύ αγαπητός σε όλη την περιοχή. Σε όποιο χωριό πήγαινε οι χωριανοί μαζεύονταν γύρω του και τον άκουγαν να τους μιλάει για τα δικά τους ενδιαφέροντα και για τα καθημερινά προβλήματά τους. Τον έλεγαν «ο Γιώργος το παιδί του γιατρού μας», γιατί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον πατέρα του Γιώργου, που αψηφούσε χειμώνες και λιοπύρια και πήγαινε στα χωριά τους, όπου υπήρχε άρρωστος. Αλλά η ντόπια αντίδραση αγρυπνούσε. Συμβούλια και διαβούλια κρυφά για το πώς θα εξολοθρεύσουν όλο το προσωπικό του γραφείου της Ε.Π.Ο.Ν. «Και έλαβαν βουλή οι άνομοι» μιας και δεν τους είχαν στείλει ακόμα όπλα, να χρησιμοποιήσουν τα μαχαίρια τους. Ενώ παράλληλα ζήτησαν από το Γιώργο να τους μιλήσει να ξαναοργανωθούν, να τους ενθαρρύνει. Και στήσανε τραπέζι γιορτινό στην αυλή της εκκλησίας του χωριού του Αγίου Χαράλαμπου. Ο Γιώργος στο μεταξύ οδοιπορώντας μέσα από βουνά έφτασε κρυφά στα Δίδυμα. Ήθελε να συναντήσει το θείο του, αδερφό του πατέρα του και να τον συμβουλευτεί. Βρήκε τρόπο και ειδοποίησε το θείο του, αλλά αυτός του παράγγειλε «όπως έστρωσε να κοιμηθεί». Γυρίζοντας ο Γιώργος προς την Τροιζηνία, συνάντησε πάνω στο Μεγαλοβούνι (το όρος Δίδυμα) έναν βοσκό μακρινό συγγενή του. του έδωσε νερό ο βοσκός και προσπάθησε να τον πείσει να μείνει μαζί του στο βουνό. Ο Γιώργος σκέφτηκε τους συντρόφους του και συνέχισε την πορεία του. Έφτασε στο Κάτω Φανάρι και πήγε στο σπίτι που φιλοξενιόταν. Εκεί η νοικοκυρά, μακρινή συγγενής μας και αυτή, προσπάθησε να τον πείσει να μην πάει στο τραπέζι που ετοίμαζαν. Η μυρωδιά του αίματος είχε απλωθεί πάνω από το χωριό. Η γυναίκα προσπάθησε αλλά μάταια. Ο Γιώργος της είπε «εκεί κάτω βρίσκονται έξι παιδιά, οι σύντροφοί μου, δεν μπορώ να τους αφήσω». Τη χαιρέτησε και έφυγε και πήγε στο τραπέζι του θανάτου. Εκεί γύρω η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυριώτικη. Κανένα σημάδι δεν έδειχνε τον ερχομό του θανάτου. Μια στιγμή φώναξαν, ιδιαίτερα το Γιώργο και του είπαν «σήκω και φύγε». Ήταν η ώρα που ο Γιώργος κατάλαβε το βάθος του μίσους που είχε θρέψει στις ψυχές των απλών ανθρώπων του χωριού η ντόπια αντίδραση. Και τους απάντησε «Εσείς με καλέσατε, δεν ήρθα μόνος». Του ξαναείπαν «σήκω και φύγε». Και τους ανταπάντησε «σύμφωνοι, παίρνω τα παιδιά και φεύγω». «Όχι» του είπαν κοφτά «θα φύγεις μόνος». «Δεν ήρθα μόνος και μόνος δεν φεύγω» τους αποκρίθηκε κι έμεινε κοντά στους συντρόφους του. σε λίγο το λόγο πήραν τα μαχαίρια. Πέντε παλληκαράκια και δυο κοπελίτσες σφάχτηκαν σαν τα αρνιά του Πάσχα. Έμειναν νεκρά εκεί στον τόπο της εκτέλεσης, μόνα στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ως τα χαράματα που μερικοί χωριανοί πήγανε και τα σβάρνισαν σε μια αρκετή απόσταση, όπου υπήρχε ένας ασβεστόλακκος. Τα σώριασαν το ένα πάνω στο άλλο, ο παπάς του χωριού κοιμότανε. Έμειναν χρόνια στον ασβεστόλακκο, ώσπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού που ήταν ο ασβεστόλακκος, τώρα τα τελευταία χρόνια (εξήντα χρόνια λογαριάζω) έβαλε μια μπουλντόζα, ανέσκαψε το λάκκο, θρυμμάτισε τα οστά και τα σκόρπισε στο χωράφι του για λίπασμα. Και τούτο για να μη μείνει σημάδι να τους θυμίζει το έγκλημά τους, ούτε στους επιζώντες, ούτε στους απογόνους τους. Και κανένας τους δεν σκέφτηκε πως εκεί στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ζει και σπαρταράει αιώνια το αγνό αίμα εφτά θυσιασμένων παιδιών, εφτά μαρτύρων της Εθνικής Αντίστασης. Ποια ήταν τα παιδιά αυτά ποτέ δε μαθεύτηκε. Στην αρχή λέγανε πως ήσαν ξένοι, όμως εξήντα χρόνων έρευνα έδειξε ότι το ένα από τα κορίτσια ήταν η Δήμητρα Λαμπροπούλου, γέννημα – θρέμμα του Κάτω Φαναριού. Ύστερα λέγανε πως ήτανε Ρώσοι κι όταν τους ρώτησα αν μιλούσαν Ελληνικά απάντησαν «ναι μιλούσαν Ελληνικά». «Κι αν ήσαν Ρώσοι έπρεπε να τους σφάξετε;» Με αμηχανία απαντούν, χάνουν τα λόγια τους, «ε τότε έτσι ήταν τα μυαλά μας». Τώρα την ευθύνη την ρίχνουν σε κάποιον «Ρούντο» και λένε πως αυτός ήταν ο αρχιφονιάς. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει κι άλλα φονικά, έμπαινε στη φυλακή και σε λίγο έβγαινε. Μαζί του ήτανε και μια Κατερίνα Γουβίταινα, ήτανε κι ένας νεαρός Καραγιάννης. Τα ρίξανε όλα σε ένα φουκαρά, Ψυχογιό λεγόμενο, που δικάστηκε κι έκανε κάμποσα χρόνια στη φυλακή. Αλλά και στη δίκη και στη φυλακή και ύστερα όπου στεκόταν έλεγε «δεν είμαι εγώ, δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγμα». Για τον «Ρούντο» λένε πως όταν θα πέθαινε κάλεσε τον παπά και εξομολογήθηκε το πολλαπλό έγκλημά του. Όσο για την διπλορφανεμένη οικογένεια του γιατρού Παπαντωνίου και του γιου του Γιώργου, πλήρωσε και αυτή με τη σειρά της τον αγώνα της για την απελευθέρωση. Η Γεωργία στη διάρκεια της εκκαθαριστικής επιχείρησης συνελήφθη από τον γκεσταπίτη Παναγιώτη Κουλάκο, από την Πάνιτσα της Μάνης. Οδηγήθηκε σε Γερμανό ανακριτή. Κάτι είπαν μεταξύ τους οι δυο τους στα Γερμανικά και ο Κουλάκος πήρε το κορίτσι και το πήγε στο σπίτι του. Όταν είδαν αυτό οι αντιδραστικοί που είχαν πρωτοστατήσει για την σύλληψή του δεν ξέρανε πώς να το εξηγήσουν, αλλά δειλιάσανε και καλούσαν τον Κουλάκο σε τραπέζια. Αυτός δεν πήγε σε κανένα. Τα είπε ο ίδιος αυτά στο κορίτσι. Του έδωσε και ένα μικρό σημειωματάριο, όπου είχε σημειώσει τα ονόματα των καταδοτών της και το τι είχε πει ο καθένας σε βάρος της. Της είπε «φύλαξε το, θα σου χρειαστεί κάποτε». Το σημειωματάριο καταστράφηκε μετά από χρόνια. Όταν απεχώρησαν οι Γερμανοί και ανέλαβε τα ηνία η ντόπια αντίδραση ζήτησαν να την συλλάβουν. Δεν την βρήκαν. Είχε καταλάβει και είχε φύγει για την Αθήνα, όπου και κρύφτηκε στην Καισαριανή. Συνέλαβαν τις δύο μικρότερες αδερφές της, την Αδαμαντία και την Ελένη. Τις οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Σπετσών. Τις κάλεσαν σε ανάκριση. Ο ανακριτής τις ρώτησε, μόλις άκουσε το επίθετό τους, τι τον είχαν το Γιώργο. Όταν άκουσε ότι ήταν αδελφός τους κατέρρευσε και με νεύμα τους είπε να φύγουν. Την άλλη αδελφή την Αναστασία μαζί με το μικρό αδελφό τον Παντελή τους έκρυψε ένας καλός γείτονας, ο Γιάννης Παπαδήμας στον αχυρώνα του περιβολιού του. Τα δυο παιδιά ήταν «θαμμένα» στα άχυρα. Μετά από τρία μερόνυχτα δεν άντεξαν και βγήκαν στον ήλιο. Κάποιος (βαλτός από την αντίδραση), παρακολουθούσε και τα έπιασε. Είπε στην Αναστασία να πάει στο σπίτι της και πήρε μαζί του το αγόρι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.