Πε. Μαρ 28th, 2024

Το πέρασμα του Edward Dodwell απο Μέθανα, Τροιζήνα, Πόρο το 1805

O αρχαιολόγος και ζωγράφος Edward Dodwell (1767-1832), γόνος παλιάς και πλούσιας ιρλανδικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Δουβλίνο και σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Trinity College του Kαίμπριτζ. Ευνοημένος οικονομικά με μεγάλη περιουσία και χωρίς επαγγελματική υποχρέωση αφοσιώθηκε στη μελέτη των πολιτισμών της Μεσογείου.

Ταξίδεψε το 1801 συντροφιά με τον Atkins και τον γνωστό περιηγητή W. Gell στα Ιόνια νησιά και στην Τρωάδα και το 1805-06, με συνοδοιπόρο τον ζωγράφο Simone Pomardi, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στη Nάπολη και τη Pώμη, παντρεύτηκε μια γυναίκα τριάντα χρόνια νεότερή του και υπήρξε διακεκριμένος εταίρος πολλών πολιτιστικών ιδρυμάτων της Ευρώπης. Εξερευνώντας τα όρη της Iταλίας αρρώστησε και πέθανε. Η μεγάλη αρχαιολογική συλλογή που συγκέντρωσε (νομίσματα, 115 χάλκινα αντικείμενα και 143 αγγεία) στεγάστηκε ένα διάστημα στην οικία του στη Ρώμη και αργότερα πουλήθηκε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Πολυγραφότατος συγγραφέας αλλά και εικαστικός, ο Dodwell αποκαλύπτει σε όλο το έργο του, μοναδικό για την εποχή, το πολύπλευρο ταλέντο του αρχαιολόγου που διαθέτει: φιλοπεριέργεια, κριτικό πνεύμα και καλλιτεχνικό αισθητήριο. Για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε την πραγματική ανακάλυψη «ενός τόπου»: η οδοιπορία γίνεται τρόπος αναγνώρισης και ανάγνωσης του τοπίου, στο οποίο εντάσσονται τα μνημεία, η ιστορία, οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι τεκμηριωμένες πληροφορίες.

Το πλούσιο σε αρχαιολογικό και τοπογραφικό υλικό ταξίδι, που περιγράφεται στους δύο τόμους της έκδοσης αυτής, είναι ταυτόχρονα ένας απύθμενος πλούτος πληροφοριών για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Ελλήνων κατά την προεπαναστατική περίοδο.

Ο Dodwell ξεκίνησε από τη Βενετία στα τέλη Απριλίου του 1801 με δραγουμάνο έναν έξυπνο, μορφωμένο Έλληνα από τη Σαντορίνη, που συνάντησε στην Ιταλία. Σε ένα μήνα, διαπλέοντας την Αδριατική, έφτασε με τους συνοδοιπόρους του στην Κέρκυρα, η οποία βρισκόταν υπό ρωσοτουρκική κατοχή. Συνέχισε το ταξίδι του, στους Παξούς, στην Πάργα, τη Λευκάδα, και έγραψε: για τα ερείπια, τα προϊόντα, τα χωριά και το ακρωτήριο Λευκάτα, απ’ όπου, σύμφωνα με τη παράδοση, η αρχαία ποιήτρια Σαπφώ, απελπισμένη από τον άτυχο έρωτά της για τον Φάωνα έπεσε στο πέλαγος. Πέρασε στην Πρέβεζα (επισκέφθηκε τις αρχαιότητες στη Νικόπολη), την Ιθάκη (περιγράφει τη γεωγραφική και οικονομική κατάσταση της νήσου και αναζήτησε επιπλέον αρχαιότητες). Τέλος έφτασε στην Κεφαλονιά, όπου ολοκλήρωσε και το πρώτο του ταξίδι προς τον ελλαδικό χώρο συντροφιά με τον William Gell.

Στα 1805 με συνοδοιπόρο τον ζωγράφο Simone Pomardi ξαναέφυγε από τη Μεσήνη της Σικελίας, έφτασε στη Ζάκυνθο (όπου περιγράφει τα χωριά, τον πληθυσμό, τα προϊόντα) και από εκεί πέρασε στο Μεσολόγγι. Γράφει για τους εκβιασμούς εκ μέρους του Αλή πασά, για τα ιδιαίτερα προϊόντα της περιοχής, τον Αχελώο και τις Εχοινάδες νήσους. Στη συνέχεια φτάνει στην Πάτρα, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρόξενο Nικόλαο Στράνη, η οικία του οποίου υπήρξε επί σειρά ετών τόπος συνάντησης πολλών Eυρωπαίων επισκεπτών. Περιηγούμενος την πόλη επιβεβαίωσε τις θεωρητικές του γνώσεις για τον περιβάλλοντα χώρο και περιέγραψε με σαφήνεια τη σύγχρονή Πάτρα τόσο την πολεοδομική της όψη (τονίζοντας ότι «τα σπίτια των Eλλήνων είναι ασβεστωμένα και τα σπίτια των Tούρκων έχουν κόκκινο χρώμα»), όσο και το οικονομικό της προφίλ, αναφερόμενος και στα προϊόντα εξαγωγής της περιοχής. Eπισκέφτηκε το κάστρο, το περίφημο μεγαλόκορμο κυπαρίσσι, την εκκλησία του Aγίου Aνδρέα και το αγίασμα (παραθέτει και μία άποψη της ιερής πηγής σε σχέδιο του συνοδοιπόρου του Pomardi). Σημείωσε ακόμη την παρουσία αρκετών μαύρων σκλάβων στην πόλη, ενώ προσπάθησε να αποκτήσει κάποιες αρχαιότητες. Για άλλη μία φορά, στην Πάτρα, ο Dodwell αναπλάθει κατά κύριο λόγο την ιστορική μνήμη. Η οδοιπορία του αναδεικνύει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ενώ η επιστημονική τεκμηρίωση, με αρχαίες πηγές αλλά και προγενέστερές του περιηγητικές μαρτυρίες, οριοθετεί τη γνώση του χώρου.

Λόγω επιδημίας στην Πελοπόννησο την περίοδο εκείνη, προτίμησε να φτάσει στην Αθήνα περνώντας από τη Ναύπακτο, το Γαλαξίδι (όπου παρακολουθεί το αποκριάτικο καρναβάλι) και την Άμφισσα (διέμεινε στο σπίτι Κεφαλονίτη γιατρού και επισκέφτηκε τον βοεβόδα) ανεβαίνει τον Παρνασό, σταματά στο Χρισό και καταλύει στο Καστρί όπου περιηγείται στην Κασταλία πηγή και στις ελάχιστες ορατές αρχαιότητες των Δελφών. Ο δρόμος του από την Αράχωβα και το Δίστομο τον έφερε στο μαντείο του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και από εκεί στα άλλα βοιωτικά χωριά (Ορχομενός, Αλίαρτος, Θεσπιές). Φτάνει στην Αθήνα, από τον δρόμο των Ελευθερών και της ελευσινιακής πεδιάδας, στις 26 Μαρτίου, την περίοδο που τα συνεργεία του Λόρδου Elgin αποψίλωναν τον γλυπτό διάκοσμο από τα μνημεία της Ακρόπολης. Παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, επισκεπτόμενος σχεδόν όλη την Αττική (Πεντέλη, Φυλή, Αχαρναί, Κηφισιά, Βραυρώνα, Πόρτο Ράφτη, Θορικό, Λαύριο, Σούνιο, Πειραιά), την Αίγινα και τη Σαλαμίνα, ένώ παράλληλα έγραψε, εκτός από αρχαιολογικά θέματα, για τους χορούς, τη μουσική και τα παιγνίδια των Ελλήνων, τα δημόσια λουτρά, αλλά και για τα έντομα και τα πτηνά.

Οδοιπόρησε ξανά προς τη Θήβα, την Κωπαΐδα, τις Θερμοπύλες και από τη Λαμία, τη Στυλίδα και τον Αλμυρό έφτασε στον Βόλο και στο Πήλιο, μνημονεύοντας παντού όλες τις αρχαίες πόλεις και τα κατάλοιπά τους, ενώ συνεχίσε μέχρι τη Λάρισα και τα Αμπελάκια, όπου εντυπωσιάστηκε από το επίπεδο ζωής, τους εκλπεπτυσμένους κατοίκους και τη βιομηχανία βαφής βαμβακονημάτων. Ξαναγύρισε στην Αθήνα διασχίζοντας τον θεσσαλικό κάμπο, τη Λιλαία, την Αμφίκλεια, τη Φωκίδα και τη Βοιωτία και περνώντας από τη Χαλκίδα και τον Μαραθώνα. Το καλοκαίρι όλο παρέμεινε στην Αθήνα. Ο Δεκέμβριος του 1805 τον βρίσκει περιηγούμενο την Αργολιδοκορινθία : το μοναστήρι στο Δαφνί, η Ελευσίνα και τα αρχαία μυστήρια, τα Μέγαρα, ο Ισθμός, ο Ακροκόρινθος, οι Κεχρεές, η Νεμέα και τα αμπέλια της, το Άργος με την ακρόπολη και το αρχαίο θέατρο, οι Μυκήνες με τον θησαυρό του Ατρέα, η Τίρυνθα και το Ναύπλιο, η Επίδαυρος και τα λείψανα του ιερού του Ασκληπιού, η Τροιζήνα, τα Μέθανα, ο Πόρος. Ύστερα, από τον δρόμο προς το Αίγιο, πέρασε από τη Σικυώνα, το Ξυλόκαστρο, στάθηκε στα χάνια της διαδρομής αυτής και από την Πάτρα περιγράφοντας όλα τα χωριά της Αχαΐας και της Ηλείας έφτασε στις 24 Ιανουαρίου του 1806 στην Ολυμπία. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τα ερείπια στη Μεσσήνη, τη Μεγαλόπολη και τις Βάσσες και κατέληξε στη Σπάρτη στο τέλος του Φεβρουαρίου. Διασχίζοντας πάλι την Αρκαδία και την Αχαΐα (Τεγέα, Τριπολιτσά, Μαντίνεια, Ορχομενός, Στυμφαλία, Φενεός, Καλάβρυτα, Μέγα Σπήλαιο) έφτασε στη Πάτρα, από κει πέρασε στα Ιόνια νησιά την άνοιξη και έφτασε στη Ρώμη στις 18 Σεπτεμβρίου του 1806.

Ο ίδιος ο Dodwell σχεδίασε περί τις 400 απόψεις τοποθεσιών και μνημείων (πρόσφατα ήρθαν στη δημοσιότητα δεκάδες καινούργια, άγνωστα μέχρι σήμερα, σχέδιά του), χρησιμοποιούσε την camera obscura και επεδίωξε να συνδυάσει τα τεκμηριωμένα αρχαιολογικά κατάλοιπα εμπλουτισμένα καλλιτεχνικά με χαρακτικά, πράγμα που κατάφερε και στα τέσσερα δημοσιευμένα έργα του τα οποία αποτέλεσαν βασικά εγχειρίδια για όλους τους μετέπειτα περιηγητές στον ελλαδικό χώρο, ενώ και σήμερα εξακολουθούν να είναι χρησιμότατα μελετήματα για την αρχαιολογική έρευνα.

Η συγκεκριμένη έκδοση περιλάμβανει έγχρωμες λιθογραφίες (ακουατίντες) από σχέδια του Dodwell και σημειώματα του ιδίου για το απεικονιζόμενο θέμα (αγγλικά και γαλλικά). Στον πρόλογο αναφέρεται ότι από τα χίλια περίπου σχέδια είχαν επιλεγεί να δημοσιευτούν περίπου εξήντα, με την ειδική αυτή αυτή μέθοδο χάραξης και χρωματισμού, αλλά για οικονομικούς λόγους η έκδοση περιορίστηκε. Τα σχέδια αυτά αποτελούσαν συμπλήρωμα του «Οδοιπορικού» του και η παράλληλη ανάγνωση του κειμένου καθίσταται απαραίτητη για την ταύτιση των προσώπων και των γεγονότων. Τα έργα αυτά προδίδουν τόσο την επιθυμία του δημιουργού για την πιστή καταγραφή όσο και την προσπάθειά του να αποδοθεί η γοητεία γραφικών λεπτομερειών της καθημερινότητας.

Σύνταξη: Ιόλη Βιγγοπούλου

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Ο Άγγλος αρχαιολόγος Dodwell, που αναφέρεται στα Μέθανα και τη γύρω περιοχή, πραγματοποίησε τρία ταξίδια/περιηγήσεις στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα, στα 1801, 1805 και 1806. «Το ταξιδιωτικό χρονικό του, A classical and Topographical tour through Greece, London 1819, 2 ογκώδεις τόμοι, 1.100 σελίδων μεγάλου σχήματος, αποτελεί ένα από τα δύο σημαντικότερα οδοιπορικά της προεπαναστατικής περιόδου. Κατά τις περιοδείες του, τον συνοδεύει ο προσωπικός του ζωγράφος, ο Ιταλός Πομάρντι, που φιλοτέχνησε 600 εικόνες από το ταξίδι στην Ελλάδα»(#13) . Το έργο του Dodwell είναι κατά βάση τοπογραφικό και αρχαιολογικό. Χάρη στην κλασσική του παιδεία, την πνευματική του καλλιέργεια και τη γνώση των αρχαίων πηγών κατόρθωσε να περισυλλέξει τεράστιο υλικό και να το ταξινομήσει με ευσυνειδησία και κριτικό πνεύμα.

Ο Dodwell πέρασε τους καλοκαιρινούς μήνες του 1805 στην Αθήνα και ξεκίνησε τέλη Νοεμβρίου για το Μοριά. Αρχές Δεκεμβρίου βρίσκεται στην Κόρινθο, έδρα Μπέη-διοικητή 163 χωριών της περιοχής. Από εκεί πηγαίνει στο Άργος. Από το Άργος στο Γαλατά και κατόπιν στον Πόρο. Στις 19 Δεκεμβρίου, βρίσκεται στα Μέθανα δια ξηράς από την Τροιζήνα.

Ο Dodwell αναζητεί τις επιβιώσεις της αρχαίας ζωής στα σύγχρονα ελληνικά έθιμα. Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες, όπως θα δούμε στην αφήγησή του για τον παπά των Μεθάνων, περιφρονούν φανερά τους Τούρκους και τους κλείνουν την πόρτα αδιαφορώντας για τις φοβέρες των Τατάριδων και των Γενίτσαρων. Ο Έλληνας παπάς βλέποντας τον Άγγλο με τη συνοδεία του, έναν Τούρκο, τον Ιμπραήμ και έναν Τατάρη, τον Σαλίκ, τους έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Μόλις κατάλαβε όμως ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να φιλοξενήσει και τους δύο ένστολους Τούρκους σωματοφύλακες, δέχτηκε τον περιηγητή με ανοιχτές αγκάλες(#14) . Ας δούμε όμως την αφήγηση του καλύτερα.

Edward Dodwell, Classical and Topographical Tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, Vol. II & Edward Dodwell, Views and Descriptions or Cyclopian, or, Pelasgic Remains in Greece and Italy with constructions of a later period

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, σημειώνει ο Dodwell, αφηγείται ότι η Φαίδρα, όταν ερωτεύτηκε τον Ιππόλυτο στη γειτονική Τροιζήνα, αφιέρωσε ένα ναό στην Αφροδίτη, στην Ακρόπολη των Αθηνών, από όπου μπορούσε να διακρίνει την Τροιζήνα, πατρίδα του αγαπημένου της.

Συνεπώς, η Χερσόνησος των Μεθάνων, η οποία σήμερα εμποδίζει τη θέα προς την Αθήνα και τους λόφους της, πρέπει την εποχή της Φαίδρας να ήταν μία επιφάνεια επίπεδη ή ενδέχεται και να μην υπήρχε καθόλου, συμπεραίνει ο Dodwell και συνεχίζει: Οι ορεινοί όγκοι που έχουν υψωθεί σήμερα φαίνεται ότι είναι το αποτέλεσμα της δυνατής έκρηξης ενός ηφαιστείου, που σύμφωνα με τον Παυσανία συντελέστηκε επί Αντιγόνου, του γιου του Δημητρίου. Αν η Χερσόνησος δεν υπήρχε, από το σημείο αυτό ο επισκέπτης θα μπορούσε να διακρίνει το βόρειο άκρο της Αίγινας και την Αθήνα. Από το Στράβωνα καταλαβαίνουμε ότι η μανία του ηφαιστείου δεν καταλάγιασε με εκείνη την έκρηξη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, κατά καιρούς, η περιοχή ήταν απροσπέλαστη εξαιτίας της έντονης ζέστης και της θειούχας οσμής που ανέδυε. Μάλιστα, ο Στράβωνας προσθέτει ότι τη νύχτα μπορούσε κανείς να διακρίνει από μακριά το ηφαίστειο και ότι η θάλασσα ήταν ζεστή, σε απόσταση πέντε σταδίων γύρω από αυτό. Και ο Οβίδιος όμως στους στίχους του, περιγράφει ότι η Χερσόνησος των Μεθάνων φαίνεται να «αναδύθηκε» από την πεδιάδα και ότι πριν από το γεγονός αυτό η Τροιζήνα πρέπει να ήταν ορατή από την Αθήνα. Επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, στον Δημοσθένους Βίο, την περίοδο της εξορίας του, ο Δημοσθένης, που ήπιε το κώνιο στο ναό του Ποσειδώνα, στο απέναντί μας βουνό της Καλαυρείας (του Πόρου), διέμεινε για κάποιο διάστημα στην Τροιζήνα, όπου συνήθιζε να κοιτάζει ευθεία μέχρι την αττική ακτή και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1805, αφήσαμε πίσω μας την Τροιζήνα, συνεχίζει ο Dodwell, και αφού περάσαμε από μερικές ερειπωμένες αγροικίες και διασχίσαμε κάποιους αμπελώνες, κατευθυνθήκαμε βόρεια προς το ακρωτήριο των Μεθάνων, έχοντας στα αριστερά μας το Δαμαλά (σημ. Τροιζήνα) και τα ερείπια της Τροιζήνας. Στα δεξιά μας είχαμε το Σαρωνικό κόλπο.

Έπειτα από πορεία μιας ώρας, αντικρίσαμε τα απομεινάρια μιας καταστραμμένης εκκλησίας εν μέσω ενός διασκορπισμένου σωρού από αρχαία ερείπια, μαζί με ίχνη από τραχείς τοίχους από ακατέργαστες πέτρες. Είκοσι λεπτά αργότερα φθάσαμε σε μία πηγή, στην οποία διακρίναμε τα απομεινάρια μιας αρχαίας κρήνης, στις παρυφές ενός παρακείμενου λόφου. Φθάνοντας σε κάποιες έρημες αγροικίες σε ένα ύψωμα αντίθετα από το Δαμαλά, κάθε ίχνος δρόμου εξαφανίστηκε, με αποτέλεσμα να χαθούμε προς στιγμή. Τελικά, συνεχίσαμε την πορεία μας με πολύ μεγάλη δυσκολία, ακολουθώντας την κακοτράχαλη κορυφογραμμή κάποιων χαμηλών λόφων και φθάνοντας στην κορυφή, ατενίσαμε το ακρωτήριο των Μεθάνων καθώς και άλλα σημεία στο Σαρωνικό κόλπο, απολαμβάνοντας μία θέα μοναδική μέχρι την ακτή της Επιδαύρου με τα ψηλά της βουνά, από τα οποία ξεχωρίζει το επιβλητικό σχήμα του Ορθόλιθου που προκαλεί δέος. Σε ένα σημείο, η ακτή φαίνεται να κόβεται και να καμπυλώνει έναντι του ισθμού της Κορίνθου.

Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται, στο μέσο της, από τον τεράστιο όγκο των μαύρων ηφαιστιογενών βουνών των Μεθάνων, με τις αιχμηρές κορυφές τους και τους απότομους γκρεμούς. Στους πρόποδές τους, διακρίνεται το Μεγάλο Χωριό (σημ. Μεγαλοχώρι) με την αρχαία πόλη στα πόδια του κοντά στη θάλασσα, καθώς και ο στενός τους ισθμός με τα ακρωτήρια που απλώνονται γύρω του και τα δαντελωτά ακρογιάλια που βρέχονται από τα απαλά κύματα μιας βαθιάς μπλε θάλασσας. Η θέα στη Σαλαμίνα, τα αθηναϊκά λιμάνια και την πρωτεύουσα εμποδίζεται από τον ίδιο αυτό ορεινό όγκο. Από το βόρειο άκρο του, φαίνεται το νησί της Αίγινας και πίσω από αυτό το υπόλοιπο της Αττικής ακτής που απλώνεται σε μία γραμμή ποικίλης ομορφιάς μέχρι το νησί του Πατρόκλου(#15) (σήμερα λέγεται και «Γαϊδουρονήσι» – νησί με ράχη γαϊδουριού) και το ακρωτήριο του Σουνίου. Πέραν αυτών, διακρίνεται η Μακρόνησος, η βραχώδης Κέα και σε κάποια απόσταση το νησί της Κύθνου, αν και η θέα των απομακρυσμένων νησιών διακόπτεται από τις επιβλητικές κορυφές της Καλαυρείας (σημ. Πόρος), η στενή και μυτερή βάση των οποίων εξέχει μακριά στο Σαρωνικό κόλπο. Στους πρόποδες του λόφου, αντικρίσαμε το χωριό Ντάρα (σημ. Τακτικούπολη), προς το οποίο κατευθυνθήκαμε. Μάλιστα, όταν φθάσαμε τελικά σε αυτό, αισθανθήκαμε ιδιαίτερα ευτυχείς καθώς συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξαναβρεί το δρόμο μας για τα Μέθανα.

Συνεχίσαμε πάραυτα την πορεία μας και πλησιάζοντας προς τη θάλασσα, μπήκαμε στο στενό ισθμό που ενώνει τα Μέθανα με τη στεριά (σημ. Στενό). Ο ισθμός αυτός είναι οχυρωμένος με ένα λεπτό τοίχο από μικρές πέτρες και αμμοκονίαμα μεγάλης αντοχής και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις εάν αποτελεί μία αρχαία ή σύγχρονη κατασκευή. Γνωρίζουμε από το Θουκυδίδη και το Διόδωρο το Σικελιώτη ότι ο ισθμός οχυρώθηκε από τους Αθηναίους το 7ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι αποτελούσε ένα μέρος ισχυρό, παρατηρώντας ότι ο Θουκυδίδης τον αποκαλούσε Μεθώνη. Όμως και ο ίδιος σε ένα άλλο σημείο του έργου του (Βιβλ. Ι) αποκαλεί τον ισθμό των Μεθάνων, Μεθώνη ?ιδίως στη δωρική διάλεκτο-, αν και ενδέχεται να αποτελεί λάθος των αντιγραφέων του. Με τον ίδιο τρόπο εμφανίζεται και στο Διόδωρο το Σικελιώτη. Ο Πτολεμαίος αναφέρει μία χερσόνησο ανάμεσα στην Τροιζήνα και την Επίδαυρο, με την οποία αδιαμφισβήτητα υπονοεί τα Μέθανα. Μετά την Τροιζήνα, λέει, «Μεθ? ην η χερσόνησος». Δεν φαίνεται τόσο αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στο σημείο αυτό στα Μέθανα ή Μεθώνη και ότι χρησιμοποιεί το «Μεθ? ην», το οποίο είναι πιο φυσικό και συνεπές με το ύφος που γενικότερα υπάρχει στις περιγραφές του Πτολεμαίου.

Ο Παυσανίας, επισημαίνει ο Dodwell, αποκαλεί τα Μέθανα «μικρή ναυτική πόλη». Γράφει ότι σε αυτά βρίσκεται ένας ναός της Ίσιδος, με τα αγάλματα του Ηρακλή και του Ερμή στην Αγορά και περιγράφει την ύπαρξη κάποιων θερμών αλμυρών λουτρών σε απόσταση τριάντα σταδίων από την πόλη, τα οποία λέγεται ότι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά επί της βασιλείας του Αντιγόνου, υιού του Δημητρίου. «Είχε παρατηρηθεί», προσθέτει [ο Παυσανίας], «ότι το νερό δεν εμφανίστηκε αμέσως. Αρχικά η γη ξέβρασε μια μεγάλη φωτιά και μόνο όταν η τελευταία έσβησε, ανάβλυσε νερό, το οποίο συνεχίζει να τρέχει και είναι θερμό και πάρα πολύ αλμυρό». Στο σημείο μάλιστα αυτό, παρατηρεί ότι «δεν υπάρχει κρύο νερό στη διάθεση του λουόμενου ούτε ο τελευταίος μπορεί να κολυμπήσει με ασφάλεια στα λουτρά, καθώς υπάρχουν εν αφθονία, σκυλόψαρα και άλλα τέρατα».

Φθάσαμε στην περιοχή μετά τη δύση του ηλίου, ακολουθώντας τα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια που είχαμε ποτέ διαβεί. Μάλιστα προς στιγμή πίστεψα ότι τα άλογά μας ήταν τα πρώτα που, στους σύγχρονους καιρούς τουλάχιστον, περνούσαν από τον ισθμό, όπου τα βράχια μπορούσαν να διαπεραστούν μόνο με γαϊδούρια και μουλάρια. Η απόσταση από τον Πόρο μέχρι το χωριό των Μεθάνων λογίζεται στα δώδεκα με δεκατέσσερα μίλια, είναι όμως δύσκολο για κάποιον να κάνει έναν ακριβή υπολογισμό, καθώς χάσαμε το δρόμο μας περισσότερες από μία φορές. Μάλιστα, το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ήταν τόσο άσχημο που ενδεχομένως να μην διασχίσαμε περισσότερο από ένα μίλι σε διάστημα μισής ώρας.

Στα Μέθανα, γίναμε δεκτοί στο σπίτι του παπά, ο οποίος εκείνη την ώρα μαγείρευε εκλεκτό ψάρι για δείπνο, το οποίο και έκρυψε κατά την άφιξή μας, μια και στην αρχή φαντάστηκε ότι ήμαστε Τούρκοι. Όταν όμως κατάλαβε το λάθος του, μας πρόσφερε φιλοξενία, κάτι που δεχθήκαμε με χαρά έπειτα από ένα τόσο κουραστικό ταξίδι. Μας διαβεβαίωσε ότι ήμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι με καπέλο που είχε δει ποτέ του στη Χερσόνησο, πράγμα που πίστεψα με ευκολία όταν είδα τη μεγάλη έκπληξη και την περιέργεια των κατοίκων του χωριού, οι οποίοι έμοιαζαν να μας κοιτάζουν σαν να ήμαστε κάποιο νέο είδος ανθρώπου. Πόσο όμως πιο ευχάριστη ήταν αυτή η ταπεινή περιέργεια και η φυσική ευγένεια αυτών των καλών και απλών χωρικών σε αντίθεση με τους Ποριώτες.

Ένα μικρό μόνο μέρος της Χερσονήσου είναι καλλιεργήσιμο και συγκεκριμένα το τμήμα στην πεδιάδα, κάτω από το Μεγάλο Χωριό, όπου υπήρχε η αρχαία πόλη, καθώς και εκείνο στις παρυφές των λόφων, το οποίο, όπως στους Δελφούς αλλά και σε πολλά νησιά του Αρχιπελάγους, αποτελείται από μικρές λωρίδες γης («πεζούλια») που μπορούν να οργωθούν ή περιφραγμένους αμπελώνες, οι οποίοι όμως δεν φέρουν κανένα ίχνος αρχαιότητας. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής της ορεινής Χερσονήσου είναι εντελώς άγονο ή αποτελείται από ηφαιστειογενείς πέτρες σκούρου χρώματος, το οποίο μερικές φορές αναμειγνύεται με εκείνο των μικρών δένδρων και των θάμνων που τις περιβάλλουν. Το περίγραμμά του είναι μεγάλο και γοητεύει, ενώ το κύριο βουνό που δημιουργείται από το ηφαίστειο, έχει κωνικό σχήμα. Το φαινομενικό ύψος του είναι σχεδόν ίσο με εκείνο του Βεζούβιου: σύμφωνα με το Στράβωνα, ήταν επτά στάδια. Τα θερμά λουτρά που αναφέρονται από τον Παυσανία, είναι σήμερα άγνωστα και δεν μπόρεσα να συλλέξω καμία πληροφορία για αυτά.

Η αρχαία πόλη των Μεθάνων βρισκόταν στην πεδιάδα, κάτω από την ακρόπολη και εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα. Μάλιστα κοντά στην ακτή βρίσκονται τα ερείπια δύο μικρών κτιρίων, το ένα Δωρικού και το άλλο Ιωνικού ρυθμού, κατασκευασμένα και τα δύο από μάρμαρο. Ο Παυσανίας σημειώνει μόνο το ναό της Ίσιδος στα Μέθανα. Κοντά σε αυτά τα ερείπια βρίσκεται ένα αρχαίο πηγάδι αξιοσημείωτου βάθους, στο οποίο το νερό είναι υφάλμυρο. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν δύο επιγραφές, η μία εκ των οποίων ήταν λιγάκι δυσανάγνωστη. Η άλλη ήταν χαραγμένη δίπλα στη θάλασσα, πάνω σε ένα μεγάλο σωρό από βράχους. Στάθηκε αδύνατο να τους μετακινήσουμε και πολύ δύσκολο να αντιγράψουμε την επιγραφή, καθώς στο σημείο αυτό, το νερό είχε βάθος δύο με τρεις ίντσες.

Τα τείχη της ακρόπολης είναι συμμετρικά χτισμένα και έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, ενώ η πέτρινη επιφάνειά τους σε κάποια σημεία φτάνει τα τριάντα πόδια ύψος. Είκοσι ένα στρώματα από τα τείχη παραμένουν και σήμερα σχεδόν ανέπαφα και έχουν κατασκευαστεί κατά το λεγόμενον του Βιτρουβίου έμπλεκτον τρόπο: αποτελούνται από μία μεγάλη μάζα από μικρές πέτρες, ασβεστολάσπη, κεραμίδια και χώμα, επικαλυμμένο με πέτρες συγκεκριμένης τεκτονικής. Μερικά σημεία, μπορούμε να διακρίνουμε ότι έχουν υποστεί επισκευές αποκατάστασης και προσθήκες που σίγουρα ανάγονται σε μεταγενέστερη εποχή.

Σήμερα διασώζεται μόνο μία πύλη, η οποία είναι ιδιαίτερης κατασκευής, καθώς είναι τετράγωνη στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και μυτερή στο εσωτερικό του. Κοντά στην πύλη βρίσκεται ένας τετράγωνος πύργος και ψηλότερα στο βράχο, ένας άλλος πύργος κυκλικής κατασκευής με μικρότερες διαστάσεις. Δύο ερειπωμένες εκκλησίες διακρίνονται μέσα στην ακρόπολη, μία από τις οποίες φέρει και μία επιγραφή χαραγμένη σε πλάκα από γκρίζο μάρμαρο.
Η Χερσόνησος των Μεθάνων είχε κατά καιρούς οχυρωθεί και σε άλλα σημεία. Μάλιστα, πληροφορούμαστε ότι σε αυτήν, ο επισκέπτης συναντούσε μικρά και ατελή ερείπια από άλλα τρία «παλαιά κάστρα».

Σταθήκαμε τυχεροί και προμηθευτήκαμε από το μέρος αυτό κάποια νομίσματα των Μεθάνων, την ύπαρξη των οποίων κανένας δεν γνώριζε μέχρι τότε, καθώς θεωρούνταν απίθανο για μια τόσο μικρή πόλη ότι θα μπορούσε να διαθέτει νομισματοκοπείο. Τα νομίσματα είναι από ορείχαλκο: στη μπροστινή όψη απεικονίζουν την κεφαλή του Ηφαίστου, γνωστός από το pilidion. Στην πίσω όψη διαβάζουμε τα γράμματα ΜΕ μέσα σε στεφάνι, καθώς και το γράμμα Θ, σε μικρότερο μέγεθος. Η κεφαλή του Ηφαίστου αδιαμφισβήτητα παραπέμπει στο ηφαίστειο. Αυτοκρατορικά νομίσματα των Μεθάνων βρέθηκαν επίσης από την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου και του Σεπτίμιου Σεβήρου, τα οποία εκτός από τις κεφαλές αυτών των προσωπικοτήτων, αναπαριστούν την Αφροδίτη, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Η επιγραφή που φέρουν είναι σε όλη της την έκταση και γράφει ΜΕΘΑΝΑΙΩΝ, ενώ όλα τα νομίσματα είναι από ορείχαλκο. Στις διαφάνειες που ακολουθούν μπορούμε να δούμε μερικά από αυτά.

-Στις δύο πρώτες εικόνες φαίνονται αυτά ακριβώς τα νομίσματα που περιγράφει ο Dodwell (η κεφαλή του Ηφαίστου στην μπροστινή όψη? τα γράμματα ΜΕ μέσα σε στεφάνι, καθώς και το γράμμα Θ, σε μικρότερο μέγεθος, στην πίσω όψη).
-Ακολουθούν κάποια σπάνια νομίσματα των Μεθάνων από τη ρωμαϊκή εποχή:
-Στο πρώτο, βλέπουμε τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Σεπτίμιου Σεβήρου. Στην πίσω όψη του, υπάρχουν τα αρχικά ΜΕΘ και η θεά Άρτεμις να τρέχει πότε κρατώντας στο δεξί της χέρι έναν πυρσό, ενώ ανάμεσα από τα πόδια της προσπαθεί να διαφύγει ένα θήραμα.
-Στο δεύτερο, διακρίνεται πάλι η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Σεπτίμιου Σεβήρου και στην πίσω όψη του, η επιγραφή ΜΕΘΑΝΑΙΩΝ, μαζί με τον Ποσειδώνα να κρατά μία τρίαινα και ένα δελφίνι.
-Στο τρίτο νόμισμα, και πάλι ο Σεπτίμιος Σεβήρος στην μπροστινή πλευρά, ενώ στην πίσω διακρίνουμε τα γράμματα ΝΑΙΩΝ (πιθανώς ΜΕΘΣΝΑΙΩΝ) καθώς και το Δία να κάθεται στα αριστερά.
-Στην τρίτη σειρά βλέπουμε αρχικά τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Καρακάλλα (ή του Μάρκου Αυρηλίου κατά άλλους) και στην πίσω όψη, την επιγραφή ΜΕΘΑΝΑΙΩΝ μαζί με τη θεά Αθηνά, η οποία φέρει τη Νίκη και ένα ακόντιο.
-Στο τελευταίο νόμισμα, διακρίνεται η κεφαλή του Πόπλιου Σεπτίμιου Γέτα και στο πίσω μέρος του, την επιγραφή ΜΕΘΑΝΑΙΩΝ μαζί με τη θεά Άρτεμη, όπως και προηγουμένως.

Στις 20 του μήνα, αφήσαμε πίσω μας τα Μέθανα, αρκετά ικανοποιημένοι που είχαμε επισκεφθεί αυτή τη μέχρι τότε ανεξερεύνητη περιοχή. Ωστόσο λυπηθήκαμε που δεν μπορέσαμε να κάνουμε ολόκληρο το γύρο της Χερσονήσου και να φθάσουμε στην κορυφή του ηφαιστείου. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που θα συμβούλευα να τολμήσει οπωσδήποτε κάθε μελλοντικός ταξιδιώτης που θα είχε το χρόνο, αλλά και τις απαιτούμενες γνώσεις γεωλογίας που θα του επέτρεπαν να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις αναρίθμητες ευκαιρίες επιστημονικής έρευνας που φαίνεται ότι προσφέρει η περιοχή.

(#13)- Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810, τ. Γ1 σελ, 144

(#14)- πρβλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, ό.π. , σελ. 144 κ.ε.

(#15)- Ο Παυσανίας, το 2ο αιώνα, ξεκινά την περιγραφή των Αττικών με μία αναφορά στο νησί του Πατρόκλου: «Από την ηπειρωτική Ελλάδα προβάλλει, προς το μέρος των Κυκλάδων και του Αιγαίου πελάγους, το ακρωτήριο Σούνιο της Αττικής. Μετά τον παράπλου του ακρωτηρίου είναι ένα λιμάνι και ναός της Αθηνάς Σουνιάδος στην κορυφή του ακρωτηρίου. Εξακολουθώντας κανείς τον πλου συναντά το Λαύριο, όπου άλλοτε υπήρχαν ορυχεία αργύρου των Αθηναίων και ένα νησί ακατοίκητο, όχι μεγάλο, που λέγεται νησί του Πατρόκλου. Ο Πάτροκλος που έκτισε τείχος στο νησί αυτό και άνοιξε οχυρωματική τάφρο, ήταν ναύαρχος των αιγυπτιακών τριήρεων που έστειλε ο Πτολεμαίος, γιος του Πτολεμαίου του Λάγου, προς βοήθεια των Αθηναίων τον καιρό που λεηλατούσε τη χώρα τους ο Αντίγονος του Δημητρίου, ο οποίος είχε εισβάλει με στρατό στην Αττική, ενώ ταυτόχρονα την είχε αποκλείσει με πλοία από τη θάλασσα». (Παυσ. Ι, 1.1)

πηγή Β΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αργοσαρωνικού