Πε. Απρ 18th, 2024

Κάστρο φαβιέρου, Σπήλαιο, Παλαιόκαστρο

Διαδρομή: Κάστρο Φαβιέρου, Αθηναϊκά Τείχη, Σπήλαιο Στενό, Σπήλαιο Περιστέρι, Άγιος Νικόλαος, Προφήτης Ηλίας, Παλαιόκαστρο.
Διάρκεια διαδρομής: 5 ώρες.
Σύντομη περιγραφή: Η περιοχή του Μεγαλοχωρίου Μεθάνων διαθέτει ίσως τα περισσότερα και τα πιο αξιόλογα μονοπάτια της Τροιζηνίας, που παρουσιάζουν  αρχαιολογικό,  ιστορικό και γεωλογικό ενδιαφέρον. Ένα από τα πιο δημοφιλή μονοπάτια, που εντάσσονται σε αυτά που επισκέφθηκε ο Παυσανίας είναι η διαδρομή που ξεκινάει το Κάστρο Φαβιέρου,  συνεχίζει στην οχύρωση των Αθηναίων πρόκειται για κτίσμα του 5 αιώνα π.Χ., στο Σπήλαιο Στενό και στο Σπήλαιο Περιστέρι με σταλαγμίτες και σταλακτίτες και μια υπέροχη λίμνη που πηγαίνεις μόνο κολυμπώντας ή με μικρή φουσκωτή βάρκα, στον Άγιο Νικόλαο στην Αλμύρα και συναντάς το Παλαιόκαστρο, το κάστρο της Αρσινόης. Από τον Άγιο Νικόλαο υπάρχει ένα μικρό μονοπάτι που οδηγεί στον Προφήτη Ηλία. Στα 50 μέτρα από τον Άγιο Νικόλαο υπάρχουν οι γούρνες όπου έπλεναν οι γυναίκες του Μεγαλοχωρίου τα ρούχα της οικογένειας. Στη συνέχεια ανηφορίζεις προς το χωριό Μεγαλοχώρι και φθάνοντας στο Κοινοτικό Κατάστημα στρίβεις αριστερά προς την Καμμένη Χώρα.
Η διαδρομή ξεκινάει από το Στενό των Μεθάνων, για το οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι αφού οι Αθηναίοι πήγαν στον Κρομμυώνα της Κορινθίας και ρήμαξαν τον τόπο «την άλλη μέρα αρμένισαν κοντά στις ακτές της Επιδαυρίας, έκαμαν πρώτα κάποιαν απόβαση εκεί και ύστερα πήγαν στα Μέθανα, που βρίσκονται ανάμεσα στην Επίδαυρο και στην Τροιζηνία, όπου, πάνω στον ισθμό της χερσονήσου, έχτισαν τείχος κι εγκασταστήσανε σ’ αυτό φρουρά, η οποία από δω και μπρος, έκανε ληστρικές επιδρομές, στην Τροιζήνα, την Αλιάδα, στο σημερινό Πόρτο Χέλι και την Επιδαυρία και όταν αποπερατώθηκε το τείχος, ο στόλος γύρισε στον Πειραιά».
Ο Γάλλος γιατρός F. Pouqueville, ήρθε στην περιοχή μετά τον W. Gell. Το 1815 στο προξενείο των Πατρών όπου παρέμεινε επί ένα έτος, κατά το οποίο περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο. Τότε επισκέπτεται και τα Μέθανα –«που μοιάζουν με νησί», προτού περάσει στην Ερμιόνη και αφού προηγουμένως έχει ολοκληρώσει την περιήγησή του στο νησί του Πόρου. Από τον Πόρο, γράφει ο F. Pouqueville, η απόσταση για τα Μέθανα που μοιάζουν με νησί, είναι περίπου μία ώρα δρόμος. Η Χερσόνησος των Μεθάνων χαρακτηρίζεται από το κωνικό και ελικοειδές σχήμα της, προϊόν των ηφαιστειακών εκρήξεων που έχουν συντελεστεί. Η είσοδος είναι οχυρωμένη, δεν ξέρουμε από ποια εποχή, ωστόσο η συμπαγής δόμηση στο περιτείχισμα αφήνει περιθώριο να εικάσουμε, όπως λένε και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Θουκυδίδης, ότι θα πρέπει να χρονολογείται από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Πτολεμαίος περιορίζεται σε μία απλή αναφορά αυτού του παρ’  ολίγον νησιού, χωρίς να το προσδιορίζει με κάποιο επιπρόσθετο στοιχείο. Στην εποχή του Παυσανία, ο οποίος αναφέρεται στην περιοχή με το όνομα Μέθανα, συναντάμε ένα ναό αφιερωμένο στην Ίσιδα, καθώς και δύο αγάλματα που αναγέρθηκαν προς τιμή του Ερμή και του Ηρακλή στην Αγορά. Οι κάτοικοι, οι οποίοι είναι γλυκείς και ευγενικοί, σε αντίθεση με εκείνους του Πόρου που είναι αυθάδεις και επιθετικοί, δείχνουν με προθυμία και ευχαρίστηση στους ξένους τα ερείπια των αρχαίων Μεθάνων, τα οποία φέρονται χτισμένα σε πολύ κοντινή απόσταση με τη θάλασσα. Μάλιστα, στο σημείο αυτό είναι που βρίσκουμε τα απομεινάρια δύο μνημείων, ενός δωρικού και ενός ιωνικού, μία πηγή από την οποία το νερό δεν είναι πόσιμο, κάποια ερείπια διαφορετικής μεταξύ τους αρχιτεκτονικής και δύο επιγραφές, οι οποίες αναφέρονται και στο έργο του Dodwell. Ο Dodwell, λέει ο Pouqueville, είναι ο μόνος ίσως σύγχρονος περιηγητής, ο οποίος μέχρι σήμερα επισκέφθηκε τα Μέθανα, προσφέροντας μία ιδιαίτερη γεωλογική και βοτανολογική περιγραφή.
Μέρος της διαδρομής περιγράφει ανάγλυφα και πολλά στοιχεία ο  Άγγλος αρχαιολόγος E. Dodwell, που αναφέρεται στα Μέθανα και τη γύρω περιοχή, πραγματοποίησε τρία ταξίδια και περιηγήσεις στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα, στα 1801, 1805 και 1806. Κατά τις περιοδείες του, τον συνοδεύει ο προσωπικός του ζωγράφος, ο Ιταλός Πομάρντι, που φιλοτέχνησε 600 εικόνες από το ταξίδι στην Ελλάδα και προσφέρει τα μέγιστα στην Τοπογραφία και στην Αρχαιολογία.
Ο Ε. Dodwell βρέθηκε το  1805 στην Αθήνα και ξεκίνησε στο τέλος Νοεμβρίου για το Μοριά. Αρχές Δεκεμβρίου πήγε στην Κόρινθο, έδρα Μπέη-διοικητή 163 χωριών της περιοχής. Από εκεί πηγαίνει στο Άργος. Από το Άργος στο Γαλατά και κατόπιν στον Πόρο. Στις 19 Δεκεμβρίου, βρίσκεται στα Μέθανα δια ξηράς από την Τροιζήνα. Ο Ε. Dodwell αναζητεί τις επιβιώσεις της αρχαίας ζωής στα σύγχρονα ελληνικά έθιμα. Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες, περιφρονούν φανερά τους Τούρκους και τους κλείνουν την πόρτα αδιαφορώντας για τις φοβέρες των Τατάριδων και των Γενίτσαρων. Ο Έλληνας παπάς βλέποντας τον Άγγλο με τη συνοδεία του, έναν Τούρκο, τον Ιμπραήμ και έναν Τατάρη, τον Σαλίκ, τους έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Μόλις κατάλαβε όμως ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να φιλοξενήσει και τους δύο ένστολους Τούρκους σωματοφύλακες, δέχτηκε τον περιηγητή με ανοιχτές αγκάλες. Ας δούμε όμως την αφήγηση του καλύτερα.
Η Χερσόνησος των Μεθάνων, η οποία σήμερα εμποδίζει τη θέα προς την Αθήνα και τους λόφους της, πρέπει την εποχή της Φαίδρας να ήταν μία επιφάνεια επίπεδη ή ενδέχεται και να μην υπήρχε καθόλου, όπως συμπεραίνει ο Ε. Dodwell: «Οι ορεινοί όγκοι που έχουν υψωθεί σήμερα φαίνεται ότι είναι το αποτέλεσμα της δυνατής έκρηξης ενός ηφαιστείου, που σύμφωνα με τον Παυσανία συντελέστηκε επί Αντιγόνου, του γιου του Δημητρίου. Αν η Χερσόνησος δεν υπήρχε, από το σημείο αυτό ο επισκέπτης θα μπορούσε να διακρίνει το βόρειο άκρο της Αίγινας και την Αθήνα. Από το Στράβωνα καταλαβαίνουμε ότι η μανία του ηφαιστείου δεν καταλάγιασε με εκείνη την έκρηξη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, κατά καιρούς, η περιοχή ήταν απροσπέλαστη εξαιτίας της έντονης ζέστης και της θειούχας οσμής που ανέδυε. Μάλιστα, ο Στράβωνας προσθέτει ότι τη νύχτα μπορούσε κανείς να διακρίνει από μακριά το ηφαίστειο και ότι η θάλασσα ήταν ζεστή, σε απόσταση πέντε σταδίων γύρω από αυτό. Και ο Οβίδιος όμως στους στίχους του, περιγράφει ότι η Χερσόνησος των Μεθάνων φαίνεται να «αναδύθηκε» από την πεδιάδα και ότι πριν από το γεγονός αυτό η Τροιζήνα πρέπει να ήταν ορατή από την Αθήνα.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1805, γράφει ο Ε. Dodwell, αφήσαμε πίσω μας την Τροιζήνα, και αφού περάσαμε από μερικές ερειπωμένες αγροικίες και διασχίσαμε κάποιους αμπελώνες, κατευθυνθήκαμε βόρεια προς το ακρωτήριο των Μεθάνων, έχοντας στα αριστερά μας το Δαμαλά, στην σημερινή Τροιζήνα και τα ερείπια της Τροιζήνας. Στα δεξιά μας είχαμε το Σαρωνικό κόλπο. Έπειτα από πορεία μιας ώρας, αντικρίσαμε τα απομεινάρια μιας καταστραμμένης εκκλησίας εν μέσω ενός διασκορπισμένου σωρού από αρχαία ερείπια, μαζί με ίχνη από τραχείς τοίχους από ακατέργαστες πέτρες. Είκοσι λεπτά αργότερα φθάσαμε σε μία πηγή, στην οποία διακρίναμε τα απομεινάρια μιας αρχαίας κρήνης, στις παρυφές ενός παρακείμενου λόφου. Φθάνοντας σε κάποιες έρημες αγροικίες σε ένα ύψωμα αντίθετα από το Δαμαλά, κάθε ίχνος δρόμου εξαφανίστηκε, με αποτέλεσμα να χαθούμε προς στιγμή. Τελικά, συνεχίσαμε την πορεία μας με πολύ μεγάλη δυσκολία, ακολουθώντας την κακοτράχαλη κορυφογραμμή κάποιων χαμηλών λόφων και φθάνοντας στην κορυφή, ατενίσαμε το ακρωτήριο των Μεθάνων καθώς και άλλα σημεία στο Σαρωνικό κόλπο, απολαμβάνοντας μία θέα μοναδική μέχρι την ακτή της Επιδαύρου με τα ψηλά της βουνά, από τα οποία ξεχωρίζει το επιβλητικό σχήμα του Ορθόλιθου που προκαλεί δέος. Σε ένα σημείο, η ακτή φαίνεται να κόβεται και να καμπυλώνει έναντι του ισθμού της Κορίνθου.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται, στο μέσο της, από τον τεράστιο όγκο των μαύρων ηφαιστιογενών βουνών των Μεθάνων, με τις αιχμηρές κορυφές τους και τους απότομους γκρεμούς. Στους πρόποδές τους, διακρίνεται το Μεγάλο Χωριό (Μεγαλοχώρι) με την αρχαία πόλη στα πόδια του κοντά στη θάλασσα, καθώς και ο στενός τους ισθμός με τα ακρωτήρια που απλώνονται γύρω του και τα δαντελωτά ακρογιάλια που βρέχονται από τα απαλά κύματα μιας βαθιάς μπλε θάλασσας. Η θέα στη Σαλαμίνα, τα αθηναϊκά λιμάνια και την πρωτεύουσα εμποδίζεται από τον ίδιο αυτό ορεινό όγκο. Από το βόρειο άκρο του, φαίνεται το νησί της Αίγινας και πίσω από αυτό το υπόλοιπο της Αττικής ακτής που απλώνεται σε μία γραμμή ποικίλης ομορφιάς μέχρι το νησί του Πατρόκλου, σήμερα λέγεται και Γαϊδουρονήσι, και το ακρωτήριο του Σουνίου. Πέραν αυτών, διακρίνεται η Μακρόνησος, η βραχώδης Κέα και σε κάποια απόσταση το νησί της Κύθνου, αν και η θέα των απομακρυσμένων νησιών διακόπτεται από τις επιβλητικές κορυφές της Καλαυρείας -σημερινός Πόρος-, η στενή και μυτερή βάση των οποίων εξέχει μακριά στο Σαρωνικό κόλπο. Στους πρόποδες του λόφου, αντικρίσαμε το χωριό Ντάρα (Τακτικούπολη), προς το οποίο κατευθυνθήκαμε. Μάλιστα, όταν φθάσαμε τελικά σε αυτό, αισθανθήκαμε ιδιαίτερα ευτυχείς καθώς συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξαναβρεί το δρόμο μας για τα Μέθανα.
Συνεχίσαμε πάραυτα την πορεία μας και πλησιάζοντας προς τη θάλασσα, μπήκαμε στο στενό ισθμό που ενώνει τα Μέθανα με τη στεριά (στο Στενό). Ο ισθμός αυτός είναι οχυρωμένος με ένα λεπτό τοίχο από μικρές πέτρες και αμμοκονίαμα μεγάλης αντοχής και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις εάν αποτελεί μία αρχαία ή σύγχρονη κατασκευή. Γνωρίζουμε από το Θουκυδίδη και το Διόδωρο το Σικελιώτη ότι ο ισθμός οχυρώθηκε από τους Αθηναίους το 7ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι αποτελούσε ένα μέρος ισχυρό, παρατηρώντας ότι ο Θουκυδίδης τον αποκαλούσε Μεθώνη. Όμως και ο ίδιος σε ένα άλλο σημείο του έργου του αποκαλεί τον ισθμό των Μεθάνων, Μεθώνη – ιδίως στη δωρική διάλεκτο-, αν και ενδέχεται να αποτελεί λάθος των αντιγραφέων του. Με τον ίδιο τρόπο εμφανίζεται και στο Διόδωρο το Σικελιώτη. Ο Πτολεμαίος αναφέρει μία χερσόνησο ανάμεσα στην Τροιζήνα και την Επίδαυρο, με την οποία αδιαμφισβήτητα υπονοεί τα Μέθανα. Μετά την Τροιζήνα, λέει, Μεθ΄ ην η χερσόνησος. Δεν φαίνεται τόσο αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στο σημείο αυτό στα Μέθανα ή Μεθώνη και ότι χρησιμοποιεί το Μεθ΄ ην το οποίο είναι πιο φυσικό και συνεπές με το ύφος που γενικότερα υπάρχει στις περιγραφές του Πτολεμαίου.
Ο Παυσανίας, επισημαίνει ο Ε. Dodwell, αποκαλεί τα Μέθανα μικρή ναυτική πόλη. Γράφει ότι σε αυτά βρίσκεται ένας ναός της Ίσιδος, με τα αγάλματα του Ηρακλή και του Ερμή στην Αγορά και περιγράφει την ύπαρξη κάποιων θερμών αλμυρών λουτρών σε απόσταση τριάντα σταδίων από την πόλη, τα οποία λέγεται ότι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά επί της βασιλείας του Αντιγόνου, υιού του Δημητρίου. «Είχε παρατηρηθεί, προσθέτει, ο Παυσανίας, ότι το νερό δεν εμφανίστηκε αμέσως. Αρχικά η γη ξέβρασε μια μεγάλη φωτιά και μόνο όταν η τελευταία έσβησε, ανάβλυσε νερό, το οποίο συνεχίζει να τρέχει και είναι θερμό και πάρα πολύ αλμυρό». Στο σημείο μάλιστα αυτό, παρατηρεί ότι «δεν υπάρχει κρύο νερό στη διάθεση του λουόμενου ούτε ο τελευταίος μπορεί να κολυμπήσει με ασφάλεια στα λουτρά, καθώς υπάρχουν εν αφθονία, σκυλόψαρα και άλλα τέρατα».
«Φθάσαμε στην περιοχή μετά τη δύση του ηλίου, ακολουθώντας τα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια που είχαμε ποτέ διαβεί. Μάλιστα προς στιγμή πίστεψα ότι τα άλογά μας ήταν τα πρώτα που, στους σύγχρονους καιρούς τουλάχιστον, περνούσαν από τον ισθμό, όπου τα βράχια μπορούσαν να διαπεραστούν μόνο με γαϊδούρια και μουλάρια. Η απόσταση από τον Πόρο μέχρι το χωριό των Μεθάνων λογίζεται στα δώδεκα με δεκατέσσερα μίλια, είναι όμως δύσκολο για κάποιον να κάνει έναν ακριβή υπολογισμό, καθώς χάσαμε το δρόμο μας περισσότερες από μία φορές. Μάλιστα, το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ήταν τόσο άσχημο που ενδεχομένως να μην διασχίσαμε περισσότερο από ένα μίλι σε διάστημα μισής ώρας.
Ένα μικρό μόνο μέρος της Χερσονήσου είναι καλλιεργήσιμο και συγκεκριμένα το τμήμα στην πεδιάδα, κάτω από το Μεγάλο Χωριό, όπου υπήρχε η αρχαία πόλη, καθώς και εκείνο στις παρυφές των λόφων, το οποίο, όπως στους Δελφούς αλλά και σε πολλά νησιά του Αρχιπελάγους, αποτελείται από μικρές λωρίδες γης («πεζούλια») που μπορούν να οργωθούν ή περιφραγμένους αμπελώνες, οι οποίοι όμως δεν φέρουν κανένα ίχνος αρχαιότητας. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής της ορεινής Χερσονήσου είναι εντελώς άγονο ή αποτελείται από ηφαιστειογενείς πέτρες σκούρου χρώματος, το οποίο μερικές φορές αναμειγνύεται με εκείνο των μικρών δένδρων και των θάμνων που τις περιβάλλουν. Το περίγραμμά του είναι μεγάλο και γοητεύει, ενώ το κύριο βουνό που δημιουργείται από το ηφαίστειο, έχει κωνικό σχήμα. Το φαινομενικό ύψος του είναι σχεδόν ίσο με εκείνο του Βεζούβιου: σύμφωνα με το Στράβωνα, ήταν επτά στάδια. Τα θερμά λουτρά που αναφέρονται από τον Παυσανία, είναι σήμερα άγνωστα και δεν μπόρεσα να συλλέξω καμία πληροφορία για αυτά.
Η αρχαία πόλη των Μεθάνων βρισκόταν στην πεδιάδα, κάτω από την ακρόπολη και εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα. Μάλιστα κοντά στην ακτή βρίσκονται τα ερείπια δύο μικρών κτιρίων, το ένα Δωρικού και το άλλο Ιωνικού ρυθμού, κατασκευασμένα και τα δύο από μάρμαρο. Ο Παυσανίας σημειώνει μόνο το ναό της Ίσιδος στα Μέθανα. Κοντά σε αυτά τα ερείπια βρίσκεται ένα αρχαίο πηγάδι αξιοσημείωτου βάθους, στο οποίο το νερό είναι υφάλμυρο. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν δύο επιγραφές, η μία εκ των οποίων ήταν λιγάκι δυσανάγνωστη. Η άλλη ήταν χαραγμένη δίπλα στη θάλασσα, πάνω σε ένα μεγάλο σωρό από βράχους. Στάθηκε αδύνατο να τους μετακινήσουμε και πολύ δύσκολο να αντιγράψουμε την επιγραφή, καθώς στο σημείο αυτό, το νερό είχε βάθος δύο με τρεις ίντσες.
Τα τείχη της ακρόπολης είναι συμμετρικά χτισμένα και έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, ενώ η πέτρινη επιφάνειά τους σε κάποια σημεία φτάνει τα τριάντα πόδια ύψος. Είκοσι ένα στρώματα από τα τείχη παραμένουν και σήμερα σχεδόν ανέπαφα και έχουν κατασκευαστεί κατά το λεγόμενον του Βιτρουβίου έμπλεκτον τρόπο: αποτελούνται από μία μεγάλη μάζα από μικρές πέτρες, ασβεστολάσπη, κεραμίδια και χώμα, επικαλυμμένο με πέτρες συγκεκριμένης τεκτονικής. Μερικά σημεία, μπορούμε να διακρίνουμε ότι έχουν υποστεί επισκευές αποκατάστασης και προσθήκες που σίγουρα ανάγονται σε μεταγενέστερη εποχή.
Σήμερα διασώζεται μόνο μία πύλη, η οποία είναι ιδιαίτερης κατασκευής, καθώς είναι τετράγωνη στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και μυτερή στο εσωτερικό του. Κοντά στην πύλη βρίσκεται ένας τετράγωνος πύργος και ψηλότερα στο βράχο, ένας άλλος πύργος κυκλικής κατασκευής με μικρότερες διαστάσεις. Δύο ερειπωμένες εκκλησίες διακρίνονται μέσα στην ακρόπολη, μία από τις οποίες φέρει και μία επιγραφή χαραγμένη σε πλάκα από γκρίζο μάρμαρο. Η Χερσόνησος των Μεθάνων είχε κατά καιρούς οχυρωθεί και σε άλλα σημεία. Μάλιστα, πληροφορούμαστε ότι σε αυτήν, ο επισκέπτης συναντούσε μικρά και ατελή ερείπια από άλλα τρία «παλαιά κάστρα».
Στις δύο πρώτες εικόνες φαίνονται αυτά ακριβώς τα νομίσματα που περιγράφει ο Dodwell (η κεφαλή του Ηφαίστου στην μπροστινή όψη) τα γράμματα ΜΕ μέσα σε στεφάνι, καθώς και το γράμμα Θ, σε μικρότερο μέγεθος, στην πίσω όψη).-Ακολουθούν κάποια σπάνια νομίσματα των Μεθάνων από τη ρωμαϊκή εποχή:-Στο πρώτο, βλέπουμε τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Σεπτίμιου Σεβήρου. Στην πίσω όψη του, υπάρχουν τα αρχικά ΜΕΘ και η θεά Άρτεμις να τρέχει πότε κρατώντας στο δεξί της χέρι έναν πυρσό, ενώ ανάμεσα από τα πόδια της προσπαθεί να διαφύγει ένα θήραμα. Αφήσαμε πίσω μας τα Μέθανα, αρκετά ικανοποιημένοι που είχαμε επισκεφθεί αυτή τη μέχρι τότε ανεξερεύνητη περιοχή. Ωστόσο λυπηθήκαμε που δεν μπορέσαμε να κάνουμε ολόκληρο το γύρο της Χερσονήσου και να φθάσουμε στην κορυφή του ηφαιστείου. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που θα συμβούλευα να τολμήσει οπωσδήποτε κάθε μελλοντικός ταξιδιώτης που θα είχε το χρόνο, αλλά και τις απαιτούμενες γνώσεις γεωλογίας που θα του επέτρεπαν να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις αναρίθμητες ευκαιρίες επιστημονικής έρευνας που φαίνεται ότι προσφέρει η περιοχή.
Το Κάστρο Φαβιέρου
Το κάστρο αυτό χτίστηκε το 1826 υπό τις διαταγές του Νικόλαου Κάρολου Φαβιέρου, Γάλλου στρατηγού ο οποίος οργάνωσε και διοίκησε τον πρώτο τακτικό στρατό της Ελλάδας. Το κάστρο αυτό χτίστηκε πάνω στα ερείπια κάστρου που είχαν χτίσει οι Αθηναίοι τον 5ο αιώνα π.Χ. και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο ιστορικό μνημείο (ΦΕΚ 335/Β΄/12.5.1972). Ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρεται στα απομνημονεύματα του για το Κάστρο και λέγει: «Δια να μην γίνει αυτό το κακό, να κοπή ο Περαίας, πολέμησαν όλοι τον Φαβιέ και πήρε τον ταχτικόν και πήγε εις τα Μέθενα σ’  ένα έρημον και νοσώδη τόπον, κ΄έφκειασε εκεί κάστρο και σπίτια. Κι ως νοσώδης ο τόπος, αφανίστηκαν οι άνθρωποι και χάθηκαν κακώς κακού». Όπως αναφέρει ο ιστορικός Σαράντης Καργάκος, στα  Μέθανα, έγινε το 1826, η πρώτη παρέλαση του Ελληνικού Τακτικού Στρατού.
Σπήλαιο Στενό
Σπήλαιο Περιστέρι
Το σπήλαιο των Περιστεριών βρίσκεται στα δεξιά του δρόμο που οδεύει από το Στενό των Μεθάνων στο Βαθύ. Το σπήλαιο, είναι ηλικίας 2,5 εκατ. ετών, ανακαλύφθηκε το 1973, όταν η Τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ απαλλοτρίωσε την μια τεράστια έκταση και ξεκίνησε την κατασκευή του εργοστασίου τσιμέντου. Tο μήκος  του  σπηλαίου,  είναι 250 μ. Αποτελείται από τρεις θαλάμους: στον πρώτο υπάρχει μικρή λίμνη, ο δεύτερος είναι γεμάτος από βράχους που έχουν πέσει από την οροφή ενώ στον τρίτο θάλαμο υπάρχει και πάλι νερό. Το σπήλαιο είναι ουσιαστικά ένας  υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας. Στον πρώτο θάλαμο δεν υπάρχουν σταλαγμίτες. Στο δεύτερο και τρίτο θάλαμο υπάρχουν και παρουσιάζουν εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Από τους ντόπιους λέγεται ότι το σπήλαιο εκτείνεται μέχρι κάτω από το οροπέδιο «Θρονί».
Ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί από το Στενό στο Βαθύ, σε απόσταση 1,9 χλμ από το Στενό, αμέσως μετά από τις ιχθυοκαλλιέργειες, βρίσκουμε στα δεξιά μας ταμπέλα που μας καθοδηγεί προς το σπήλαιο. Ανηφορίζουμε με προσοχή στα βράχια δεξιά του δρόμου και μετά από 30 μ. φτάνουμε στην είσοδο του σπηλαίου. Από εκεί πρέπει με προσοχή να κατηφορίσουμε προς το σπήλαιο ανάμεσα σε απόκρημνα βράχια για να φτάσουμε στον πρώτο θάλαμο του σπηλαίου, ο οποίος είναι ουσιαστικά μια υπόγεια λίμνη. Από εκεί, αν κολυμπήσουμε ή χρησιμοποιήσουμε ένα φουσκωτό βαρκάκι μπορούμε να προχωρήσουμε πιο μέσα στο σπήλαιο.
Σε μισή ώρα δρόμο συναντάμε την αρχαία ακρόπολη των Μεθάνων όπου υπάρχουν τα ντυπωσιακά τείχη της, που σώζονται σε ύψος περίπου 4 μέτρων
Ο Γερμανός αρχαιολόγος και ιστορικός  Ernst Curtius (1814-1896), ο οποίος διηύθυνε τις ανασκαφές στην αρχαία Ολυμπία, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1836 και ως το 1840 επισκέφθηκε την Πελοπόννησο – οπότε και επισκέφθηκε και τα Μέθανα-

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.