Διαβολογέφυρο, Αρχαία Τροιζήνα, Ψήφτα.
Διαδρομή: Διαβολογέφυρο, Αρχαία Τροιζήνα, Πέτρα του Θησέα, Επισκοπή, Ναός του Ιππολύτου, Άγιος Ιωάννης και Τάφος του Χρήστου Φουρνιάδη, Ψήφτα.
Διάρκεια διαδρομής: 6 ώρες
Σύντομη περιγραφή: Η διαδρομή, σε αρκετά σημεία, έχει δυσκολίες και απαιτείται προετοιμασία για να αποφύγουμε κάποιο ατύχημα. Η εκκίνηση μπορεί να γίνει από το Καφενείο του Θανάση Ντάνου, που βρίσκεται δίπλα από το εκκλησάκι του Αγίου Λεωνίδη. Ένα καλό πρωινό που θα βασίζεται στους ευλογημένους καρπούς της Τροιζηνίας θα μας δώσει δύναμη και όρεξη για την περιπέτεια μας. Ανηφορίζουμε στο δρόμο που οδηγεί στο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου και στρίβοντας συνέχεια δεξιά καταλήγουμε σε ένα προσκυνητάρι. Λίγα μέτρα από εκεί μπαίνουμε μέσα στο φαράγγι και ακολουθούμε το ποτάμι που χειμώνα καλοκαίρι τρέχει νερό. Σε όλη τη διαδρομή έχει πλούσια βλάστηση, λίμνες και βράχους που απαιτείται προσοχή στην κατάβαση. Εκεί κοντά υπάρχει η Επισκοπή, ο Ναός του Ιππολύτου, ο Άγιος Ιωάννης, όπου υπάρχει ο τάφος του Χρήστου Φουρνιάδη και η Ψήφτα.
Η Τροιζήνα, η γεννέτειρα του Θησέα, είναι το κέντρο του αρχαίου πολιτισμού της Τροιζηνίας. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, όπως αναφέρει ο Ε. Dodwell, αφηγείται ότι η Φαίδρα, όταν ερωτεύτηκε τον Ιππόλυτο στη γειτονική Τροιζήνα, αφιέρωσε ένα ναό στην Αφροδίτη, στην Ακρόπολη των Αθηνών, από όπου μπορούσε να διακρίνει την Τροιζήνα, πατρίδα του αγαπημένου της. Επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, στον Δημοσθένους Βίο, την περίοδο της εξορίας του, ο Δημοσθένης, που ήπιε το κώνιο στο ναό του Ποσειδώνα, στο απέναντί βουνό της Καλαυρείας, τον σημερινό Πόρο. σημερινός, διέμεινε για κάποιο διάστημα στην Τροιζήνα, όπου συνήθιζε να κοιτάζει ευθεία μέχρι την αττική ακτή και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.
Ένα από τα εξαιρετικά μνημεία της φύσης είναι το Διαβολογέφυρο, όπως έχει ονομαστεί η γέφυρα που τέμνει το ποτάμι Χρυσορρόα, που ξεκινάει από τον Άγιο Μόδιστρο στις Αδέρες και καταλήγει μετά από 18 χιλιόμετρα στη λιμνοθάλασσα της Ψήφτας. Ο μύθος θέλει τον Πασά της περιοχής να δίνει εντολή στον πρωτομάστορα να κατασκευάσει γέφυρα στο πιο απόκρυμνο σημείο του ποταμού. Η διαταγή του Πασά ήταν απόλυτη: Το γεφύρι θα φτιαχτεί οπωσδήποτε, αλλιώς θα τιμωρούσε όσους δούλευαν στο έργο και του πρωτομάστορα θα του έκοβε το κεφάλι. Ο Πασάς υπέδειξε και τους δύο μεγάλους βράχους που θα στήριζαν την γέφυρα. Όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του πρωτομάστορα, η γέφυρα γκρεμίστηκε δύο φορές. Ο πρωτομάστορας, στην τρίτη προσπάθεια συνομίλησε με τον Διάβολο, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει, με αντάλλαγμα όμως την ψυχή του. Πράγματι, το γεφύρι φτιάχτηκε, αφού ο Διάβολος έφερε πιο κοντά τους δύο βράχους. Ο Πασάς από την χαρά του δώρησε ένα πιθάρι χρυσά φλουριά στον πρωτομάστορα. Όμως, η χαρά και ο πλούτος του πρωτομάστορα δεν κράτησαν πολύ. Στον έκτο χρόνο, την ώρα που ο πρωτομάστορας, αναζητούσε τον κρυμμένο θησαυρό του και βρισκόταν πάνω στο γεφύρι, σηκώθηκε ένας δυνατός άνεμος και τον εξαφάνισε. Ταυτόχρονα, ένας κεραυνός έπεσε πάνω στο σπίτι του και έκαψε όλη την οικογένεια του. Οι συγχωριανοί του, τότε ονόμασαν το γεφύρι, Διαβολογέφυρο για να θυμούνται την περιπέτεια του πρωτομάστορα και την τραγική κατάληξη της οικογένειας τους, εξ αιτίας της… συνομιλίας του με τον Διάβολο
Στην περιοχή βέβαια υπάρχει και ο μύθος του φτερωτού αλόγου, του Πήγασου και το νερό που έτρεχε «Ιπποκρήνη».
Στην έξοδο του φαραγγιού προς το χωριό της Τροιζήνας, βρίσκεται ένας Πύργος, που χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή.
Ο Άγγλος περιηγητής William Gell στον πρώτο του βιλβίο που εξέδωσε το 1810, αναφέρεται στην Αργολίδα. Ο W. Gell επισκέπτεται αρχικά το Άργος και το Ναύπλιο και στη συνέχεια περνάει στα νησιά του Σαρωνικού και γράφει αναλυτικά για την Ύδρα, την Ερμιόνη και τον Πόρο. Στη συνέχεια, όπως και ο Dodwell, επισκέπτεται τα Μέθανα δια ξηράς από την Τροιζήνα, έχοντας μαζί του το έργο του Στράβωνα και του Παυσανία.
Ο W. Gell επικαλούμενος τον Παυσανία αναφέρει ότι «κατεβαίνοντας σε εκείνο το λιμάνι της Τροιζήνας, το οποίο ονομάζεται Κελέντερις, βρίσκουμε μία περιφέρεια που αποκαλείται Γενέθλιον, επειδή εκεί γεννήθηκε ο Θησέας. Πριν από το μέρος αυτό, υπάρχει ένας ναός αφιερωμένος στον Άρη, στο ίδιο σημείο όπου οι Αμαζόνες νικήθηκαν από το Θησέα». Η περιγραφή του είναι ιδιαίτερα ακριβής: «Προχωρώντας προς τη Ψήφτα θάλασσα, βλέπουμε την ελιά, η οποία φέρει την ονομασία Ράχος, όπου περιπλέχθηκαν τα χαλινάρια από το άλογο του Ιππόλυτου όταν αναποδογύρισε το άρμα του. Όχι μακριά από εκεί, βρίσκεται το ιερό της Αρτέμιδος του Σαρωνικού (Diana Saronia) . Ο ναός αυτός της Αρτέμιδος έχει αναγερθεί σε μία χαμηλή τοποθεσία, η οποία, σύμφωνα με τον Παυσανία, κατά την αρχαιότητα αποκαλούταν Φοιβεία και αργότερα «Σαρωνικό Έλος». «Δεν είναι εύκολο να αποφανθούμε, συνεχίζει ο W. Gell, ποιο από τα λιμάνια της Τροιζήνας βρισκόταν κοντά ή ταυτιζόταν με το τοπωνύμιο Κελέντερις. Πάντως υπάρχει ένα λιμάνι που λέγεται Πόγον, το οποίο περιλαμβάνει ολόκληρη τη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης αυτής ανάμεσα στο νησί Καλαύρεια και της απέναντι στεριάς, που σε αυτήν ένα τμήμα, παρατηρεί ο Gell, προφανώς χρησίμευε σαν μόλος του ναύσταθμου των αρχαίων Τροιζήνιων». Οι αναφορές του W. Gell γίνονται στη συνέχεια πιο αναλυτικές: «Στη δυτική πλευρά του ισθμού των Μεθάνων, βρίσκεται επίσης ένα λιμάνι, που ονομάζεται Λιμήν, το οποίο κλείνεται από μία αμμώδη ακτή όπου εκβάλλουν όλοι οι χείμαρροι από την περιφέρεια της Τροιζηνίας. Φαίνεται πιθανό, ωστόσο, ότι ο ναός της Αρτέμιδος του Σαρωνικού βρισκόταν στο έλος που υπάρχει στο δυτικό άκρο του λιμανιού Πόγον, όπου συναντάμε ακόμα και σήμερα τα ερείπια κάποιου ιερού. Όποιος θέλει να δει αυτά τα ερείπια, δεν έχει παρά να προχωρήσει από το Δαμαλά (Τροιζήνα) προς τη δυτική πλευρά του λιμανιού. Από εκεί θα διασχίσει την κοίτη ενός βουνίσιου χειμάρρου προς τα δεξιά και για 15 λεπτά. Έπειτα από πορεία 16 λεπτών, θα συναντήσει, στα δεξιά του, μία εκκλησία και από εκεί σε απόσταση 35 λεπτών θα δει πάλι στα δεξιά του να φαίνεται το λιμάνι. Η διαδρομή αυτή συμφωνεί με την απόσταση που δίνει ο Στράβωνας για την πόλη της Τροιζήνας από τη θάλασσα» και συνεχίζει: «Ο Στράβωνας λέει ότι η Τροιζήνα, που τα αρχαία χρόνια λεγόταν Ποσειδωνία, απέχει 15 στάδια από τη θάλασσα. Πενήντα λεπτά αργότερα, φθάνουμε στους πρόποδες των λόφων που σχηματίζουν τον ισθμό των Μεθάνων. Εκεί, κοντά στη θάλασσα, ή αλλιώς Λίμνη (Βρομολίμνη), υπάρχουν μερικά δένδρα, κάτω από τη σκιά των οποίων συναντάμε τα ερείπια από ένα παρεκκλήσι, το οποίο είχε πιθανώς χτιστεί στη θέση του ναού της Αρτέμιδος, καθώς και μία όρθια κολώνα δωρικού ρυθμού». Ο περιηγητής W. Gell στη συνέχεια περιγράφει τη διαδρομή που ακολούθησε: «Στο λόφο απέναντι από τα Μέθανα, βρίσκεται το χωριό Μασομάτα και στα αριστερά το Tou Pasias, ή αλλιώς το χωριό του Πασά.
Ο τάφος του Χρήστου Φουρνιάδη
Στη συνέχεια της διαδρομής κατηφορίζοντας τον χωματόδρομο συναντάμε την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, όπου είναι χτισμένη πάνω σε αρχαίο Ναό. Το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, όπου βρίσκεται ο τάφος του, είναι κτισμένο στον χώρο της αρχαίας αγοράς, κοντά στους ναούς και τα δημόσια κτίρια που μνημονεύει ο Παυσανίας. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του Χρήστου Φουρνιάδη, ο οποίοε ήταν ένας άνθρωπος από αυτούς που αφιέρωσαν την ζωή τους στην ανάδειξη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Γεννήθηκε στην Κερασούντα του Πόντου το 1898 και πέθανε στην Αθήνα το 1968, σε ηλικία 70 χρονών. Ήταν καθηγητής Γαλλικών στη Μέση Εκπαίδευση, αλλά έχοντας μια ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια και μια πληθωρική προσωπικότητα και το 1957 αποσπάσθηκε στο Γυμνάσιο του Πόρου από το Γυμνάσιο της Νίκαιας. Σύντομα διαπίστωσε ότι οι αρχαιότητες της Τροιζηνίας ήταν εγκαταλειμμένες στην τύχη τους από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία υπαγόταν τότε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Με τη βοήθεια των τοπικών Αρχών και των νεαρών μαθητών του άρχισε να περισυλλέγει τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί αρχαία και να τα συγκεντρώνει στο Δημοτικό Γραφείο του Πόρου. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς καμιά επίσημη εξουσιοδότηση, μια Αρχαιολογική Συλλογή, που την ονόμασε «Μουσείο Πόρου». Ένας πρώτος κατάλογος των αρχαίων αυτής της συλλογής, στάλθηκε στις 13 Αυγούστου του 1958 στον τότε Διευθυντή Αρχαιοτήτων στην Αθήνα. Το πρώτο εύρημα που έχει καταγραφεί σε αυτόν τον κατάλογο, με τον αύξοντα αριθμό 1, είναι το πέλμα ενός μαρμάρινου αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους, το οποίο βρέθηκε στο Ιερό του Ποσειδώνα στην αρχαία Καλαύρεια από τον μαθητή Αλκιβιάδη Κώνστα. Η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας κ. Όλγα Παλαγγιά που μελέτησε αυτό το εύρημα υποστηρίζει ότι είναι εξίσου πιθανό αυτό να ανήκει σε έναν κολοσσιαίο ανδριάντα Ρωμαίου αυτοκράτορα με τη μορφή θεού. Από την παλαιά Αρχαιολογική Συλλογή του Φουρνιάδη προέρχονται και δύο επτύμβιες στήλες της έκθεσης του Μουσείου Πόρου. Η μία είναι διακοσμημένη με δύο ανάγλυφους ρόδακες και χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., δηλαδή στους κλασικούς χρόνους. Η άλλη χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ., δηλαδή στους ρωμαϊκούς χρόνους, και παριστάνει μια γυναίκα με χιτώνα και ιμάτιο, που στέκεται κάτω από ένα τόξο. Στο τέλος αυτού του καταλόγου, υπάρχει μια χειρόγραφη σημείωση που λέει: «Εγγραφέντων περί τα 100 μέλη, ιδρύεται οσονούπω μέγας Σύλλογος Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας». Όπως φαίνεται, λοιπόν, ήδη από το καλοκαίρι του 1958 ο Φουρνιάδης είχε επεκτείνει τη δραστηριότητά του και στην ευρύτερη περιοχή της Τροιζηνίας. Στη σελίδα 5 του υπομνήματος γίνεται για πρώτη φορά λόγος για το κτήμα του Αναργύρου Τίτιρη στη θέση Αγία Σωτείρα της Τροιζήνας, στο οποίο βρέθηκε αργότερα η περίφημη στήλη με το ψήφισμα του Θεμιστοκλή. Εδώ ο Φουρνιάδης βρήκε μια άλλη, ρωμαϊκή επιγραφή, που είχε λαξευθεί ξανά στις στενές πλευρές της για να μετατραπεί σε επίκρανο ενός πεσσού χριστιανικής βασιλικής. Τότε προστέθηκαν και οι ανάγλυφοι σταυροί στη μία πλευρά της. Για την ερειπωμένη εκκλησία της Αγ. Σωτείρας ή Μεταμόρφωσης σημειώνεται ότι πρέπει να κατέχει τη θέση του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας Σωτείρας, που μνημονεύει ο Παυσανίας.
Αφού θεραπεύθηκε προσωρινά και βγήκε από το νοσοκομείο, συνέχισε ακλόνητος το αρχαιολογικό έργο του. Αμέσως πηγαίνει στην Τροιζήνα για να φωτογραφήσει το ρωμαϊκό μαυσωλείο στο λεμονόκηπο Δρίβα και εξοργισμένος από την κατάσταση του διαπίστωσε στέλνει στις 28 Σεπτεμβρίου 1958 μια αναφορά στον τότε Διευθυντή Αρχαιοτήτων Ιω. Παπαδημητρίου, στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στην Αρχαιολογική Εταιρεία και σε άλλους ιθύνοντες, στους οποίους επισημαίνει με σκληρό ύφος: «Το μαυσωλείον τούτο, προκαλέσαν τον παμφάγον χρόνον και διασωθέν εν μέσω εθνικών περιπετειών χιλιετηρίδων, χρήζει αμέσου επισκευής και συντηρήσεως. Δι΄ο και εξορκίζω υμάς αποστείλητε πάραυτα αρχαιολόγον, άλλως τυγχάνομεν συνυπεύθυνοι δι’ ολιγωρίαν επί πιθανώ ανοσιουργήματι καταρρεύσεως προγονικού τούτου εξαισίου αριστουργήματος».
Η αρχαιολογική Συλλογή του Πόρου στεγαζόταν τότε προσωρινά στην παλαιά οικία Κορυζή, η οποία αργότερα, το 1962, δωρίσθηκε από τους κληρονόμους του Αλέξανδρου Κορυζή στο Ελληνικό Δημόσιο και στη συνέχεια κατεδαφίσθηκε για να κατασκευασθεί το σημερινό Μουσείο.
Την περίοδο εκείνη ο Φουρνιάδης είχε πείσει τους κατοίκους της Τροιζήνας να του παραδώσουν όσα αρχαία είχαν στα σπίτια τους για να δημιουργηθεί με αυτά ένα προσωρινό τοπικό Μουσείο. Τα αρχαία στεγάζονταν τότε μέσα σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο του καφενείου του Σταύρου Μπέλου, που είχε το όνομα «Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», όπως και σήμερα. Πάνω από την πόρτα εκείνου του δωματίου ο Φουρνιάδης είχε τοποθετήσει μια πινακίδα με την επιγραφή «Μουσείον Τροιζήνος Συλλόγου Αρχαιοφίλων».
Εκεί μεταφέρθηκε στις 23 Απριλίου 1959 και η περίφημη στήλη με το ψήφισμα του Θεμιστοκλή, την οποία είχε ξεθάψει πριν από 27 χρόνια ο Ανάργυρος Τίτιρης από το χωράφι του στην Αγ. Σωτείρα και μέχρι τότε την είχε στο σπίτι του. Μαζί με τη στήλη ο Τίτιρης παρέδωσε στον Φουρνιάδη και μια οινοχόη, δηλαδή κανάτα, των γεωμετρικών χρόνων, που τώρα βρίσκεται στην έκθεση του Μουσείου Πόρου.
Το καλοκαίρι του 1959 πέρασε από την Τροιζήνα ο Αμερικανός αρχαιολόγος M. Jameson, ο οποίος είδε τη στήλη, πήρε ένα αντίγραφο, για να τη μελετήσει. Ένα χρόνο αργότερα, το 1960, δημοσίευσε τη μελέτη του στο αμερικανικό αρχαιολογικό περιοδικό Hesperia. Αμέσως έγινε μεγάλος θόρυβος στους αρχαιολογικούς κύκλους, γιατί επρόκειτο για μια συνταρακτική ανακάλυψη, αφού η στήλη διασώζει όλο το κείμενο του αθηναϊκού ψηφίσματος που πρότεινε ο Θεμιστοκλής το 480 π.Χ. για τα μέτρα αντιμετώπισης της περσικής εισβολής στην Αττική, δηλαδή να εκκενωθεί η Αθήνα να δοθεί ναυμαχία στην περιοχή της Σαλαμίνας και να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων για ασφάλεια στην Τροιζήνα. Η Τροιζήνα τράβηξε τότε τα φώτα της δημοσιότητας και ο γνωστός δημοσιογράφος Μ. Παρασκευαΐδης ήλθε εδώ για κάνει επιτόπιο ρεπορτάζ και να πάρει συνέντευξη από τον 95χρονο Ανάργυρο Τίτιρη. Το σχετικό άρθρο του Παρακευαΐδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εικόνες». Η στήλη με το ιστορικό ψήφισμα, μετά τον θόρυβο που ξέσπασε όταν ανακοινώθηκε η ανακάλυψή της, μεταφέρθηκε στις 2 Ιουνίου 1960 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών, όπου τώρα βρίσκεται.
Ο Χρ. Φουρνιάδης, το 1965, αφού συνταξιοδοτήθηκε, επιστρέφει στον Πόρο. Κατ’ αρχήν στέλνει ένα γραπτό χαιρετισμό, με ημερομηνία 3 Ιουλίου 1965, προς όλους τους κατοίκους της Τροιζηνίας, Ποριώτες, Γαλατιώτες, Δαμαλίτες, Μεθανίτες και άλλους, και τους καλεί να ενεργοποιήσουν και πάλι τον Σύλλογο Αρχαιοφίλων, ο οποίος στο διάστημα της απουσίας του είχε περιπέσει σε αδράνεια. Γίνονται νέες εκλογές και ο Φουρνιάδης επανεκλέγεται παμψηφεί ως πρόεδρος.
Όπως φαίνεται σε ένα έγγραφο της Κοινότητας Τροιζήνας με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1965, οι Τροιζήνιοι είχαν ανάλογα αισθήματα αγάπης και εκτίμησης για τον Φουρνιάδη. Εκεί αναφέρονται όλες οι τιμητικές διακρίσεις που του είχαν απονείμει στο διάστημα 1959-60: Τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη Τροιζήνας, του απένειμαν χρυσό μετάλλιο, έδωσαν το όνομά του στον δρόμο που οδηγεί προς τις Αρχαιότητες και ανάρτησαν την εικόνα του στο Κοινοτικό Κατάστημα.
Από το 1966 και μετά ο Φουρνιάδης, προαισθανόμενος ότι πλησιάζει το τέλος του, αρχίζει να διαμοιράζει τη μικρή προσωπική περιουσία του, διαθέτοντας διάφορα, σεβαστά για την εποχή εκείνη, ποσά σε δωρεές για κοινωφελείς και, κυρίως, πολιτιστικούς σκοπούς. Μεταξύ άλλων, στις 6-9-66 στέλνει μια επιστολή προς τον Διευθυντή του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στον Πόρο, με την οποία του δίνει την εντολή, σε περίπτωση θανάτου του, να διατεθούν οι καταθέσεις του, που ήταν τότε 22.042 δρχ., για την ανέγερση Μουσείου και Βιβλιοθήκης-Αγροτολέσχης στην Τροιζήνα. Ο τελευταίος χρόνος της ζωής του είναι επίσης αφιερωμένος σε δωρεές. Με μια επιστολή που στέλνει στις 12 Ιουνίου του 1967 προς τον Λυκειάρχη και τον Γυμνασιάρχη Πόρου τους γνωστοποιεί ότι χαρίζει την πολυτελή βιβλιοθήκη του με 560 περίπου βιβλία στα σχολεία τους και εκφράζει την πεποίθηση ότι η ανάγνωση αυτών των βιβλίων θα κάνει τους μεν καθηγητές ικανότερους στο παιδαγωγικό έργο τους, τους δε μαθητές μια πεφωτισμένη ιθύνουσα τάξη της μεγάλης χώρας στην οποία έχουν το προνόμιο να ανήκουν. Ο Φουρνιάδης σήμερα αναπαύεται ανάμεσα στις αρχαιότητες της Τροιζήνας, που τόσο αγάπησε.