Πε. Νοέ 21st, 2024

Μια ιστορία της Κατοχής: Ο Γιώργης Σοφός, ο Φριτς, ο Βαγγέλης, ο γιός του, ο “Πανουργιάς” και οι λουτροπηγές των Μεθάνων…

ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Μια ιστορία της Κατοχής: Ο προδότης, ο Διερμηνέας, ο “Πανουργιάς” και οι λουτροπηγές των Μεθάνων…

Βασισμένο σε δύο βιβλία: «Σκλάβα Νιότη» του Σταμάτη Σκούρτη και «Μικρή Ιστορία στα Μεγάλα Χρόνια/1940 -1944» του Γιώργου Πασαμήτρου.

Σκηνή πρώτη: Διεδραματίζεται στο γραφείο του Φρουράρχου Πόρου:

Εμφανίζεται κάποιος Γιώργης Σοφός στον Φρούραρχο του Πόρου και ζητά να αποδεχθεί την πρόταση του, προκειμένου “από κοινού να εξοντώσουν τους αντάρτες της περιοχής”.
Μεταφραστής ήταν ο Βαγγέλης, ο οποίος παρουσίασε το σχέδιο του Γ. Σοφού στον Γερμανό Φρούραρχο: “θα παρουαστώ σαν γυρολόγος στα χωριά που ήταν οι αντάρτες και θα τους πω εμπιστευτικά στον καπετάνιο ότι στο Βαθύ Μεθάνων, έχω κρυμμένα απ’ την οπισθοχώρηση 50 ντουφέκια, κάμποσα πιστόλια, μια κάσα χειροβομβίδες και σφαίρες”.
Το σχέδιο ήταν το εξής: Τα όπλα και τα πυρομαχικά θα τα έπαιρνε από το Προγυμναστήριο του Πόρου, θα τα μετέφερε κρυφά σε μία ερημοκαλύβα της Αλμύρας. Εκεί θα καλούσε τον πρόεδρο του χωριού, στον οποίο θα ανέθετε τη φύλαξη και στη συνέχεια θα πήγαινε να ειδοποιήσει τους αντάρτες. Τη νύχτα οι Γερμανοί, θα είχαν κυκλώσει όλη την περιοχή και οι αντάρτες θα έπεφταν στη παγίδα.
Η ιδέα άρεσε στον Φρίτς, έτσι ο Γ.Σοφός ξεκίνησε να βρει τους αντάρτες.

Σκηνή δεύτερη: Διεδραματίζεται κάπου στα ορεινά της Τροιζηνίας:

Ο Γ. Σοφός περιπλανάται για μια εβδομάδα στα χωριά και κάποια στιγμή τον περικυκλώνουν οι αντάρτες. Τους είπε ότι τους έψαχνε για να τους παραδώσει τον οπλισμό που είχε κρυμμένο στο Βαθύ. Οι αντάρτες χάρηκαν και έκλεισαν το ραντεβού για την Κυριακή. Ήταν περίπου 30 αντάρτες και είχαν μαζί τους μερικά ιταλικά ντουφέκια, δύο οπλοπολυβόλα μπρέντα και λίγα πολεμοφόδια που τα είχαν “ζωσμένα σταυρωτά και στη μέση σαν ληστές”.

Σκηνή τρίτη: Διεδραματίζεται στο Φρουραρχείο του Πόρου:

Ο Γ. Σοφός ενημέρωσε τον Φρούραρχο για τη συνάντηση του με τους αντάρτες και του είπε ότι η συνάντηση κλείστηκε για την Κυριακή. Τότε, ειδοποιήθηκε ο διοικητής του Προγυμναστηρίου, να ετοιμάσει ένα λόχο απ’ τους εκπαιδευόμενους εκεί Γερμανούς, να είναι επιφυλακή και να ετοιμαστεί και το σχετικό φορτίο με τα όπλα.

Σκηνή τετάρτη: Διεδραματίζεται στο Φρουραρχείο του Πόρου:

Ο Βαγγέλης, ο διερμηνέας νιώθει ότι συμμετέχει σε μια σφαγή. Η σκέψη, πως θα ειδοποιήσει τους αντάρτες, τον βασανίζει. Σε ποιόν να το εμπιστευτεί; να στείλει τον γιό του; παρακινδυνευμένο, σκέφτηκε.
Εκείνη τη στιγμή, ο Φριτς, τον επαναφέρει στην πραγματικότητα: “Το βράδυ θα φάμε μαζί και τα μεσάνυχτα θα φύγουμε για τα Μέθανα. Για καλό και για κακό, τα όπλα θα είναι παληά και χωρίς το κινητόν ουραίο”.
Ο Βαγγέλης, σκαρφίζεται τον άρρωστο. Πάει στο μπαλκόνι, βάζει το χέρι του στο στόμα του και κάνει εμετό.
Ο Φρούραρχος τρέχει κοντά του και του λέει: τι έγινε, τι σου συμβαίνει; Τότε, ο Βαγγέλης του λέει ότι δεν αισθάνεται καλά και ότι πονάει. Ο Φρούραρχος τον στέλνει στον γιατρό, που του κάνει μια ένεση και του συνιστά να πάει για ξεκούραση. Του δίνει και την εντολή: “ξεκουράσου και το βράδυ σε περιμένω στου Κουλούρη για να φάμε”.

Σκηνή πέμπτη: Διεδραματίζεται στην παραλία του Πόρου:

Ο Βαγγέλης μαζί με τον γιό του μπαίνουν στη βάρκα για να πάνε στον Γαλατά. Όταν περνάει, με το πιστόλι στο χέρι, επίταξε δύο άλογα και μαζί με τον γιο του, τα καβάλησαν και άρχισαν να τρέχουν προς τον κάμπο. Όσοι τους βλέπουν, αναρωτιούνται τι συμβαίνει.

Σκηνή έκτη: Διεδραματίζεται στην Αλμύρα:

Ο Γ. Σοφός φωνάζει εμπιστευτικά τον πρόεδρο του χωριού Μεγαλοχωρίου, που είναι έτοιμος να ανέβει στο βουνό με τους αντάρτες. Του λέει ότι χρειάζεται τη βοήθεια του για να κρύψει τα όπλα που προορίζονται για τους αντάρτες. Εκείνος ενθουσιασμένος τον ακολουθεί και πηγαίνουν στα ερείπια του ναού της θεάς Αθηνάς που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα.
Ο Γ. Σοφός, λέει στον πρόεδρο να περιμένει κοντά την κρυψώνα και “αν τύχει κι ακούσεις τίποτα μην κουνηθείς καθόλου, σαν ακούσεις Ούλκου, τότε ξέρεις πως θ’ είμαι εγώ” και έφυγε να συναντήσει τους αντάρτες.
Ο πανούργος Γ. Σοφός, τα είχε κανονίσει όλα. Μόλις τελείωνε θα έπαιρνε για αντάλλαγμα για 10 χρόνια την εκμετάλλευση των ιαματικών πηγών στα Μέθανα.

Σκηνή έβδομη: Διεδραματίζεται στα ορεινά της Τροιζηνίας:

Οι αντάρτες είναι έτοιμοι για να ξεκινήσουν την πορεία προς το Βαθύ. Ο “Πανουργιάς” είναι όλο χαρά. Θα περάσει από το χωριό του, το Βαλαριό, για να δει την γυναίκα του και το παιδί του. Έχει να τους δει μήνες. Περπατάνε και φτάνουν στη Λεσιά. Εκεί, ακούνε τον καλπασμό δύο αλόγων. Τα ακινητοποιούν με σφυρίγματα. Οι αντάρτες αναγνώρισαν τον Βαγγέλη, τον διερμηνέα.
Εκείνος, φωνάζει; “αδέλφια, ευτυχώς που σας πρόλαβα” και τους εξηγεί πως τους έχουν στήσει παγίδα. Έτσι, την γλύτωσαν και ο Βαγγέλης με τον γιο του ακολούθησαν τους αντάρτες.

Σκηνή όγδοη: Διεδραματίζεται την 25η Μαρτίου του 1944 στο χωριό Βαλαριό:

“Ξεκινήσαμε από το σπίτι του “Πανουργιά” στο Βαλαριό με τη σημαία μπροστά απ’ το μικρό απόσπασμα, για να πάμε στην εκκλησία της Αγίας Σωτήρας, στη δοξολογία. Τα παιδιά του σχολείου ντυμένα με τις εθνικές στολές κρατούσαν σημαιούλες. Το μικρό λησμονημένο χωριουδάκι για πρώτη φορά στα χρονικά του γνώρισε τέτοια χαρά”, λέει στην αφήγηση του ο Σταμάτης Σκούρτης.
Ο καπετάν Βαγγέλης, έβγαλε λόγο και συνεχώς επαναλάμβανε:
“Η τελευταία φορά που γιορτάζουμε σκλάβοι. Από του χρόνου και πέρα θα γιορτάζουμε λεύτεροι”.
Ακολούθησε τραπέζι στο σπίτι του “Πανουργιά”. “Στο τραπέζι το μεσημέρι αντί για πρόποση, σήκωσε τότε το ποτήρι του και είπε: “Ο οίνος καρδιές ευφραίνει και τα άσοφα μυαλά τ’ ακονίζει και τα κάνει να φιλοσοφούν συχνά. Άντε γεια και ψυχή βαθειά”.
Ο καπετάν Βαγγέλης, ήταν ψηλός, λεβεντόγερος. Επειδή γνώριζε την γερμανική γλώσσα, οι Γερμανοί τον έφεραν στον Πόρο για να εκτελεί χρέη διερμηνέα”.

Σκηνή ένατη: Διεδραματίζεται στο Φανάρι:

Στο Φανάρι βρήκε φρικτό θάνατο ο Βαγγέλης, ο διερμηνέας και ο γιός του, όπως και οι Γεώργιος Παπαντωνίου και Γεώργιος Οικονομόπουλος.

Σκηνή δέκατη: Διεδραματίζεται στις Σπέτσες:

Τον “Πανουργιά”, Γεώργιο Σκούρτη, απο το Βαλαριό, τον έπιασαν οι Γερμανοί στις Σπέτσες και τον εκτέλεσαν. Ήταν 49 ετών. Κρυβόταν για έξι ημέρες μαζί με τον νεαρό Βασίλη Βαρκαρόλη στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων. Τον ανακάλυψαν και τον συνέλαβαν Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών. Την Δευτέρα 12 Ιουνίου 1944, τον οδήγησαν στην Ντάπια των Σπετσών και Γερμανοι και ταγματασφαλίτες τον εκτέλεσαν με ριπή οπλοπολυβόλου.

Σκηνή τελευταία: Διεδραματίζεται στην Πελεή Διδύμων:

Ο Γιώργης Σοφός, μετά από την επιχείρηση παγίδευσης των ανταρτών στο Βαθύ, συνελήφθη από τους αντάρτες, μεταφέρθηκε στην Πελεή και εκτελέστηκε ως προδότης.