Οι αναμνήσεις του ΜΠΟΣΤ (Μέντη Μποστατζόγλου) στο Προγυμναστήριο του Πόρου
Ο σκιτσογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος Χρύσανθος Μποσταντζόγλου (Μποστ)έγραψε το ακόλουθο κείμενο για τις μέρες του ’40, που υπηρετούσε στον Πόρο:
Το 1940 υπηρετούσα σαν δίοπος πυροβολητής στο Προγυμναστήριο του Πόρου.
Πάνω στην ταράτσα του Διοικητηρίου –το λεγόμενον «Παλατάκι»- και πάνω σ’ ένα σιδερένιο τρίποδο, υπήρχε για την αντιαεροπορική του άμυνα ένα παμπάλαιο μαύρο μυδραλιοβόλο, λάφυρο ποιος ξέρει ποιου πολέμου, που όταν δούλευε «μάγκωνε» συνεχώς και πού και πού για να μην παθαίνει εμπλοκές όταν το χειριζόταν ο υπεύθυνος πυροβολητής (που στην προκειμένη περίπτωση ήμουν εγώ), έπρεπε δυο ναύτες, ένας από τ’ αριστερά κι άλλος από τα δεξιά, να κρατούν την ταινία με τις σφαίρες σε οριζόντια θέση για να αποφεύγονται τα μπλοκαρίσματα. Είχαμε κάνει αρκετές δοκιμές προηγουμένως, το είχαμε λαδώσει, το είχε επιθεωρήσει ο οπλονόμος, αλλά πάντα μας έτρωγε η ανησυχία ότι την κρίσιμη στιγμή δεν θα μας επέτρεπε να κάνουμε ηρωικές πράξεις και θα μας στερούσε τα μετάλλια και τα παράσημα λόγω μη καταρρίψεως αεροσκαφών.
Γύρω στην άνοιξη, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 41, άραξαν έξω από τα Μέθανα μερικά Ελληνικά φορτηγά, ξεφεύγοντας ίσως από την κόλαση του Πειραιά και της Σαλαμίνας που δεν παρουσίαζαν καμμιά ασφάλεια. Αλλά οι Γερμανοί τα επεσήμαναν και την άλλη μέρα ένα σμήνος εμφανίστηκε πάνω από το νησί. Αμέσως ακούστηκαν οι σειρήνες στο στρατόπεδο, κι εγώ με δυο συναδέλφους, πεταχτήκαμε από το καμαράκι του ρολογιού όπου κοιμόμασταν το τελευταίο διάστημα για να είμαστε πιο κοντά στο πολυβόλο, ενώ οι ναύτες που μερικοί κρατούσαν όπλα Μάουζερ και είχαν βγει από τους θαλάμους, σκόρπισαν στον περίβολο μαζύ με τον Διοικητή και Υποδιοικητή.
Πετάξαμε το μουσαμεδένιο κάλυμμα, με χτυποκάρδι σημάδεψα ένα αεροπλάνο που πετούσε χαμηλά και πάτησα την σκανδάλη. Ευτυχώς το δύσχρηστο όπλο την ώρα εκείνη λειτούργησε και το μέγα θαύμα έγινε. Το Γερμανικό σκάφος μ’ ένα τρομερό σφύριγμα άρχισε να πέφτει κατακόρυφα. Δεν ήξερα τότε ότι αυτά τα σκάφη λέγονται Στούκας κι ούτε ήξερα τι ιδιότητες έχουν.
Γεμάτος χαρά και περηφάνια, παράτησα το πολυβόλο που είχε «μαγκώσει» πάλι άσχημα κι έτρεξα στο περβάζι της ταράτσας για να καθησυχάσω τον Διοικητή και τους άλλους υπαξιωματικούς που δεν είχαν ορατότητα.
– Κύριε Διοικητά, το σκάφος κατερρίφθη, φώναξα στεντορείως.
– Πήγαινε στη θέση σου, μου φώναξε ο Διοικητής άγρια και μην παρατάς το όπλο σου. Συνέχισε να ρίχνης.
Την ώρα που ξανάπιασα στα χέρια μου το άχρηστο όπλο, είδα τότε με έκπληξη το σκάφος που νόμιζα ότι είχα καταρρίψει να υψώνεται πάλι κατακόρυφα στον ουρανό. Την ίδια στιγμή έπεφτε πάνω στα αραγμένα βαπόρια ένα άλλο Στούκας και άδειαζε τις βόμβες του, ώσπου όλα τα εχθρικά αεροπλάνα, αφού πραγματοποιούσαν όλα την ίδια την διαδικασία – απότομη πτώση, απότομη άνοδο- απομακρύνθηκαν μέσα σε εκρήξεις, βροντές και μαύρους καπνούς. Φεύγοντας χτύπησαν και βούλιαξαν κι ένα ωραίο μαύρο κότερο που ήταν αγκυροβολημένο λίγα μέτρα έξω από την προκυμαία. Μάθαμε πως ήταν του Μπενάκη.
Στο τελευταίο αεροπλάνο που περνούσε πάνω από την ταράτσα σε ύψος 50 περίπου μέτρων κι ενώ εγώ για εκφοβισμό έκανα πως το σημαδεύω πρόσεξα το ειρωνικό χαμόγελο του ξανθού πιλότου κι εκείνη την τραγική ώρα ντράπηκα, γιατί φαντάστηκα πως ο αεροπόρος γυρίζοντας στη βάση του θα μετέδιδε στους συναδέλφους τους το πάθημά μου κι όλοι οι χειρισταί των Στούκας θα γελούσαν για το ρεζιλίκι του μελαχροινού πυροβολητού. Μεγάλο πόνο δοκίμασα και με τη σκέψη ότι μπορεί να τώγραφαν και στους συγγενείς των στη Γερμανία.
Την άλλη μέρα μας φώναξε όλους ο Διοικητής. Είχε έρθει διαταγή απ’ την Αθήνα να διαλυθή το στρατόπεδο. Μερικοί πλούσιοι ναύτες Ελληνο-Ισραηλίται νοίκιασαν κάτι πλεούμενα, πήραν μαζύ τους μόνο ομόθρησκούς των που δεν είχαν τα μέσα και τράβηξαν για τον Πειραιά, γιατί τα πλοιάρια που είχαν κατεύθυνση τον Πειραιά τα αεροπλάνα δεν τα πείραζαν. Όλοι οι άλλοι ναύτες, ξεπουλώντας τους σάκκους και τις κουβέρτες, πέρασαν απέναντι στο Γαλατά και με τα πόδια πήραν το δρόμο για την Κόρινθο κι από κει οι περισσότεροι για την Αθήνα. Είχα πουλήσει το περιοχόμενο του σάκκου μου ζητώντας 200 δραχμές από την κόρη ενός Ποριώτη φαρμακοποιού, κι απόρησα όταν είδα ότι χωρίς παζάρια μου τις έδωσε. Δεν ήξερα ότι είχε αρχίσει ο πληθωρισμός κι ότι το ποσό ήταν ασήμαντο. Το κατάλαβα στην Κόρινθο, όταν έφτασα μετά πορεία τριών ημερών και όταν για ένα πορτοκάλι έπρεπε να δώσω 40 δραχμές. Κι όμως όταν εξαθλιωμένος και νηστικός αποφάσισα να στερηθώ τα τελευταία μου υπολείμματα ο πλανόδιος μανάβης με το καροτσάκι δεν τα δέχτηκε.
– Κράτα τα, πατριώτη, γιατί τάχω για τους Γερμαναράδες. Είναι κίτρα. Δεν τρώγονται.
Γύρισα και είδα δεκάδες Γερμανούς που άλλοι μισόγυμνοι και άλλοι ντυμένοι κατακαλόκαιρα με μακρυές μουσαμαδιές κι ακουμπισμένοι σε λασπωμένες μοτοσυκλέτες έτρωγαν και απολάμβαναν τα κίτρα με τα φλούδια. Τράβηξα περίλυπος για την Αθήνα. Είμασταν στο έλεος των τρομερών Γερμανών, που ούτε η πίκρα των φρούτων μας δεν τους σταματούσε.
Χρύσανθος Μποσταντζόγλου (Μποστ)